«Απαράδεκτη» έκρινε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σούλτς, ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή για «υποθέσεις δωροδοκιών στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990». Σύμφωνα με τον κ. Σουλτς, η ερώτηση του κ. Χουντή «υπερβαίνει την αρμοδιότητα και την ευθύνη της Επιτροπής».

Στην ερώτησή του, ο κ. Χουντής αναφέρεται σε δημοσιεύματα του Der Spiegel, τα οποία «εμπλέκουν τον νυν πρόεδρο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών, σε υποθέσεις δωροδοκιών στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν και ήταν επικεφαλής των εταιριών Rheinmetall και STN Atlas».

Βάσει των ίδιων δημοσιευμάτων, προσθέτει ο κ. Χουντής, οι αρχές της Βρέμης, «σε απόφαση έκδοσης εντάλματος έρευνας σημειώνουν ότι ήδη από το 1999 η STN Atlas είχε θέσει ερώτημα στην ηγεσία του ομίλου για τον χειρισμό ασυνήθιστα υψηλών προμηθειών προς τον “συνεταίρο συνεργασίας” ενός Έλληνα αντιπροσώπου». Ο κ. Χουντής σημειώνει επίσης ότι η Γερμανία είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν έχει επικυρώσει τη σύμβαση ποινικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης περί διαφθοράς καθώς και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς. Ερωτά, δε, την Επιτροπή εάν έχει προβεί σε συστάσεις προς το Βερολίνο προκειμένου να κυρώσει τις συμβάσεις καθώς και εάν (η Κομισιόν) γνωρίζει εάν διεξάγονται και από ποιες αρχές, έρευνες σε Ελλάδα και Γερμανία για τη διαλεύκανση της παραπάνω υπόθεσης.

Σε σχετικό δελτίο Τύπου του κ. Χουντή, αναφέρεται ότι «το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel επανέρχεται με νέα στοιχεία, σχετικά με μίζες εκατομμυρίων της γερμανικής εταιρίας Rheinmetall Defence Electronics (RDE), σε έλληνες αξιωματούχους, για οπλικά συστήματα, την περίοδο 2008-2011″, ενώ για την απόρριψη της ερώτησής του εκτιμά ότι η αιτιολογία “είναι έωλη, εφ’ όσον και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ κατά της διαφθοράς, την οποία η Γερμανία αρνείται να επικυρώσει. Οφείλει επίσης η Επιτροπή, να παρακολουθεί υποθέσεις ενδεχόμενων δωροδοκιών, ακόμη και αν για αυτές έχουν επιληφθεί τα εθνικά δικαστήρια».