Η εντυπωσιακή κλοπή που έγινε πρόσφατα στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, όπου αφαιρέθηκαν κοσμήματα τεράστιας αξίας χωρίς να γίνει αμέσως αντιληπτό, φαίνεται πως έχει προκαλέσει ανησυχία και στην Ελλάδα. Τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι της χώρας μας φιλοξενούν μοναδικά αντικείμενα από την αρχαιότητα έως σήμερα, τα οποία θεωρούνται ανεκτίμητα για την παγκόσμια ιστορία και τον πολιτισμό. Γι’ αυτό και οι ελληνικές αρχές εξετάζουν τώρα τρόπους ώστε να θωρακίσουν καλύτερα την ασφάλεια των εκθεμάτων και των εγκαταστάσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το υπουργείο Πολιτισμού έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις για μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο φύλαξης. Μέχρι σήμερα, τη βασική ευθύνη στους περισσότερους χώρους είχαν οι φύλακες που ανήκουν στο υπουργείο Πολιτισμού. Πλέον όμως, σχεδιάζεται να συμμετέχει ενεργά και η Ελληνική Αστυνομία, με ένστολο προσωπικό που θα βρίσκεται καθημερινά στους χώρους αυτούς.
Η ιδέα αυτή δεν προέκυψε ξαφνικά. Όπως αναφέρεται από κύκλους που γνωρίζουν το θέμα, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έχουν ασχοληθεί αρκετά καιρό με αυτό το ζήτημα και απλώς τώρα, μετά τα όσα έγιναν στο Λούβρο, επιταχύνονται οι διαδικασίες. Οι ομάδες των δύο υπουργείων συνεργάζονται για να σχεδιάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι αστυνομικοί θα ενταχθούν στην καθημερινή φύλαξη, έτσι ώστε να μην υπάρξουν προβλήματα στον τρόπο λειτουργίας των μουσείων.
Το σχέδιο προβλέπει ότι 300 ειδικοί φρουροί, οι οποίοι πρόκειται να προσληφθούν και να εκπαιδευτούν το αμέσως επόμενο διάστημα, θα τοποθετηθούν σε μουσεία και συγκεκριμένους αρχαιολογικούς χώρους. Αυτοί οι φρουροί θα αποτελούν μέρος ενός συνολικού αριθμού περίπου 900 που θα ενσωματωθούν στην Ελληνική Αστυνομία. Από αυτούς τους 900, οι 300 θα είναι αποκλειστικά για την προστασία πολιτιστικών χώρων. Η ένταξή τους προβλέπεται να ολοκληρωθεί το χρονικό διάστημα από τον προσεχή Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο, με στόχο να αναλάβουν άμεσα τα καθήκοντά τους.
Αφού οι φρουροί ολοκληρώσουν την εκπαίδευση και παρουσιαστούν στις υπηρεσίες τους, θα γίνει η κατανομή τους με βάση τις ανάγκες. Δεν είναι όλα τα μουσεία και οι χώροι το ίδιο ευάλωτοι. Υπάρχουν χώροι με μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, με πιο πολύτιμα εκθέματα, αλλά και χώροι που βρίσκονται πιο απομονωμένοι ή πιο ελκυστικοί για επίδοξους δράστες. Το υπουργείο Πολιτισμού έχει ήδη μελετήσει πού υπάρχουν κενά ασφαλείας και σε ποια σημεία χρειάζεται ενίσχυση. Έχει χαρτογραφηθεί όλη η Επικράτεια.

Και μπορεί η απόφαση αυτή να κατέστη πιο επείγουσα μετά την κλοπή στο μουσείο του Λούβρου, όπως προαναφέραμε, όμως η Ελλάδα έχει να θυμηθεί και δικά της ανάλογα περιστατικά. Το 2012 για παράδειγμα, είχε γίνει διάρρηξη στην Εθνική Πινακοθήκη στο κέντρο της Αθήνας, όπου αφαιρέθηκαν τρία έργα μεγάλου καλλιτεχνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, ανάμεσά τους και ένας πίνακας του Πικάσο. Ο δράστης εκείνης της υπόθεσης εντοπίστηκε πολλά χρόνια αργότερα, το 2021, όταν υπέδειξε στους αστυνομικούς το σημείο όπου είχε κρύψει τα έργα σε μια δασική περιοχή στον Κουβαρά. Την ίδια χρονιά είχε σημειωθεί ληστεία και στο Μουσείο Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αρχαία Ολυμπία. Και αυτή η υπόθεση εξιχνιάστηκε από τις αστυνομικές αρχές. Αν ανατρέξουμε ακόμη παλαιότερα, τον Απρίλιο του 1990, τέσσερις αρχαιοκάπηλοι χτύπησαν ξημερώματα τον νυχτοφύλακα προκαλώντας του κατάγματα στα πλευρά και στη γνάθο, και έκλεψαν 285 αρχαιότητες της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής περιόδου. Μέρος των κλοπιμαίων βρέθηκαν το 1999 στις ΗΠΑ και επαναπατρίστηκαν.
Το κοινό συμπέρασμα από όλα αυτά τα περιστατικά είναι πως οι χώροι πολιτισμού χρειάζονται συνεχή και σοβαρή προστασία καθώς εκεί φιλοξενείται η ιστορία και μέρος της ταυτότητα της χώρας μας. Γι’ αυτό και οι επίσημες ανακοινώσεις για το νέο μοντέλο φύλαξης αναμένεται να γίνουν σύντομα, με στόχο να εφαρμοστεί ένα σύστημα πιο ισχυρό, πιο σύγχρονο και πιο αποτελεσματικό.