Ως άκρως στρατηγικού ενδιαφέροντος χαρακτηρίζεται για τις Ηνωμένες Πολιτείες η Ανατολική Μεσόγειος και, για τον λόγο αυτό, επιδιώκεται η συνεχής ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας της υπερδύναμης στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, η νέα μελέτη του αμερικανικού «U.S. Naval Institute» αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα στην υποστήριξη και την ενίσχυση των αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά από τον εν λόγω οργανισμό, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει τον «μεγαλύτερο φυσικό στόλο αεροπλανοφόρων στη Μεσόγειο», καθώς τα ελληνικά νησιά και το Πολεμικό Ναυτικό της προσφέρουν εξαιρετικές υποδομές και μέσα για την προβολή ισχύος στο συγκεκριμένο τμήμα. Οι ειδικοί μάλιστα προτείνουν να αξιοποιηθούν τα ελληνικά νησιά, μαζί με την Κύπρο, ως βασικά σημεία υποστήριξης των λεγόμενων Expeditionary Advanced Base Operations (EABO), δηλαδή των εξελιγμένων επιχειρήσεων από προκεχωρημένες βάσεις. Μέσω της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, το Αμερικανικό Σώμα Πεζοναυτών εκτιμάται ότι θα έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει την εμβέλειά του, να βελτιώσει την ετοιμότητά του και να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά απειλές που προέρχονται από τη Ρωσία και το Ιράν.
Μάλιστα, ένα από τα σημαντικά στοιχεία που αναδεικνύονται στη μελέτη, είναι η κοινή εκπαίδευση των ελληνικών και αμερικανικών δυνάμεων. Όπως εκτιμούν οι συντάκτες, η συνεργασία αυτή, όχι μόνο θα αυξήσει τη διαλειτουργικότητα -δηλαδή τη δυνατότητα των δύο στρατών να λειτουργούν αρμονικά και αποτελεσματικά μαζί-, αλλά και θα ενισχύσει την προστασία, τη μεταφορά υλικού και τη συλλογή πληροφοριών, όπως η επιτήρηση και η αναγνώριση κινήσεων στην περιοχή.
Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας και το εκσυγχρονισμένο Πολεμικό Ναυτικό της αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για τις αμφίβιες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, τα μεγάλα αρματαγωγά πλοία τύπου «Jason», καθώς και τα αερόστρωμνα πλοία τύπου «ZUBR» (το Πολεμικό Ναυτικό μας έχει τρία τέτοιου τύπου Πλοία Ταχείας Μεταφοράς τα οποία φέρουν τα ονόματα «Κεφαλληνία», «Ιθάκη» και «Ζάκυνθος»), δίνουν την ικανότητα μεταφοράς στρατιωτικών δυνάμεων και υλικού με ασφάλεια και ταχύτητα από τη θάλασσα στην ξηρά, ακόμα και σε δυσπρόσιτες περιοχές. Όπως σημειώνουν οι Αμερικανοί, η Ελλάδα διαθέτει επίσης ειδικές σχολές εκπαίδευσης για τις αποβάσεις και τις αμφίβιες επιχειρήσεις, ενώ οι βάσεις ταχείας μεταφοράς πλοίων της εξυπηρετούν ως σημεία συγκέντρωσης και υποστήριξης των δυνάμεων.
Η ανάλυση του U.S. Naval Institute τονίζει ότι, προκειμένου να αξιοποιηθεί στο έπακρο αυτή η συνεργασία, το Αμερικανικό Σώμα Πεζοναυτών θα πρέπει να σχεδιάσει πώς θα χρησιμοποιήσει τα ελληνικά αμφίβια πλοία και τα νησιά, ώστε να αυξήσει την προστασία των δυνάμεών του και να βελτιώσει τις δυνατότητές του στις αποβάσεις και στην υποστήριξη των επιχειρήσεων στην περιοχή. Παράλληλα, θα πρέπει να καθοριστεί ο ρόλος των ελληνικών πλοίων σε κοινές επιχειρήσεις, ώστε η συνεργασία να γίνει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική και να υπάρχει πλήρης εναρμόνιση μεταξύ των δύο πλευρών.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο είναι προτροπή στο Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ να μετέχει σε κοινές ασκήσεις με το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, ενώ υπογραμμίζεται το γεγονός ότι η χώρα μας διαθέτει περίπου 6.000 νησιά (σ.σ. προφανώς μετράνε και τις βραχονησίδες), αλλά και περισσότερα από 30 πολιτικά αεροδρόμια που μπορούν να υποστηρίξουν στρατιωτικές πτήσεις, καθώς και 16 στρατιωτικά αεροδρόμια.

Ειδική μνεία γίνεται στον κόλπο της Σούδας στην Κρήτη, στο οποίο υπάρχει σημαντική υποδομή των αμερικανικών δυνάμεων λόγω της εκεί βάσης, που έχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού τεράστιων αεροπλανοφόρων, παρέχοντας κρίσιμη υποστήριξη για τις συμμαχικές δυνάμεις. Συν τοις άλλοις, με τη βοήθεια του ολοκληρωμένου δικτύου ραντάρ που ελέγχει η Ελλάδα στο Αιγαίο Πέλαγος, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να παρακολουθούν στενά τις κινήσεις του ρωσικού στόλου από τη Μαύρη Θάλασσα και να εντοπίζουν άμεσα πιθανές απειλές.
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι η ανάγκη για αυξημένη εμπλοκή των συμμάχων είναι μεγάλη, ειδικά με τη συνεχιζόμενη αστάθεια στη Συρία, όπου οι ρωσικές στρατιωτικές βάσεις ενισχύουν τη θέση της Μόσχας στην περιοχή. Επιπλέον, η θαλάσσια επιθετικότητα του Ιράν και οι τοπικές συγκρούσεις, όπως η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς, δημιουργούν ένα εκρηκτικό περιβάλλον που απαιτεί ισχυρή στρατιωτική παρουσία και άμεση αντίδραση. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τους συντάκτες, η Ελλάδα έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διατήρηση της ασφάλειας, υποστηρίζοντας τις αμυντικές και επιθετικές επιχειρήσεις και διευκολύνοντας τον συντονισμό των δυνάμεων.
Αναφέρεται πως η αμυντική στρατηγική της χώρας για το 2030 περιλαμβάνει σημαντικά βήματα εκσυγχρονισμού, όπως την αγορά νέων φρεγατών FDI, υποβρυχίων, ταχέων περιπολικών σκαφών, καθώς και 40 σύγχρονων αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35. Το σχέδιο αυτό θα ολοκληρωθεί με τη δημιουργία της «Ασπίδας του Αχιλλέα», ενός προηγμένου συστήματος προστασίας που θα συνδυάζει αντιαεροπορικές, αντιπυραυλικές και ανθυποβρυχιακές δυνατότητες. Όπως συνοψίζει η μελέτη: «Για να γνωρίζεις την τακτική, πρέπει να γνωρίζεις την τεχνολογία». Η Ελλάδα προετοιμάζεται έτσι να αποτελέσει τον βασικό σύμμαχο στην περιοχή για τους Αμερικανούς, που θα ενισχύσει αποφασιστικά την παρουσία και τη δράση του Αμερικανικού Σώματος Πεζοναυτών στην Ανατολική Μεσόγειο.