Η γιαγιά του βασιλιά Κάρολου, η πριγκίπισσα Αλίκη, βρισκόταν σε ένα ελληνικό νησί, το οποίο, λόγω των συνθηκών της εποχής, θεωρούνταν απομακρυσμένο, όταν γεννήθηκε ο μελλοντικός μονάρχης, και ενημερώθηκε για τη γέννησή του μέσω τηλεγραφήματος, όπως αποκάλυψε βιογράφος της βασιλικής οικογένειας.
Η πριγκίπισσα Αλίκη, μητέρα του Δούκα του Εδιμβούργου, φέρεται να συγκινήθηκε ιδιαίτερα όταν τελικά έλαβε τα νέα για τη γέννηση του εγγονού της.
Ως μέλος της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, η Αλίκη είχε περάσει ολόκληρο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αθήνα, αλλά το 1948 ζούσε στην Τήνο – όπου τότε δεν είχε πρόσβαση σε τηλέφωνο.
Σύμφωνα με την Ίνγκριντ Σιούαρντ, βιογράφο της βασιλικής οικογένειας, έγραψε αμέσως στον πρίγκιπα Φίλιππο μόλις έλαβε τα νέα της βασιλικής γέννησης.
Στο τηλεγράφημα έγραψε: «Σκέφτομαι τόσο πολύ εσένα με το γλυκό μωρό σου, τη χαρά σου και το ενδιαφέρον που θα έχεις για όλες τις μικρές του δραστηριότητες. Πόσο συναρπαστική είναι η φύση, αλλά πόσο πληρώνει κανείς γι’ αυτήν στις αγωνιώδεις ώρες του τοκετού.»
Η Άλις παρέμεινε στην Ελλάδα για ακόμα 20 χρόνια πριν επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1967.
Η ζωή της πριγκίπισσας Αλίκης του Μπάτενμπεργκ είναι από τις πιο αξιοσημείωτες στην ιστορία της βασιλικής οικογένειας.
Γεννήθηκε Βικτώρια Άλις Ελίζαμπεθ Τζούλια Μέρι στις 25 Φεβρουαρίου 1885 στο Κάστρο του Γουίνδσορ, παρουσία της προγιαγιάς της, βασίλισσας Βικτωρίας. Γεννήθηκε εκ γενετής κωφή, αλλά μιλούσε καθαρά και διάβαζε τα χείλη σε πολλές γλώσσες.
Κατά τη διάρκεια της στέψης του βασιλιά Εδουάρδου Ζ’ το 1902 γνώρισε και ερωτεύτηκε τον πρίγκιπα Ανδρέα, νεότερο γιο του βασιλιά της Ελλάδας, και έναν χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν.
Η Άλις παντρεύτηκε στην ελληνική βασιλική οικογένεια σε μια ταραγμένη εποχή, καθώς η οικογένεια εκδιώχθηκε από τη χώρα το 1921, το ίδιο έτος που γεννήθηκε ο πρίγκιπας Φίλιππος.
Το 1930 άρχισε να ακούει φωνές και πίστευε ότι είχε στενές σχέσεις με τον Ιησού και άλλες θρησκευτικές μορφές. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και θεραπεύτηκε από τον Ζίγκμουντ Φρόυντ σε κλινική του Βερολίνου.
Όταν η γιαγιά του Κάρολου βγήκε από το σανατόριο το 1932, μετακινιόταν μεταξύ ταπεινών γερμανικών πανσιόν πριν επιστρέψει στην Αθήνα μετά την αποκατάσταση της ελληνικής μοναρχίας.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκε παγιδευμένη στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ελλάδα.
Λόγω των δεσμών της με τη Γερμανία – ο ξάδερφός της ήταν πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη της κατοχής – οι ναζί στρατιώτες λάθος θεώρησαν ότι ήταν υποστηρίκτρια τους.
Ωστόσο, όταν ένας στρατηγός τη ρώτησε αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να κάνει γι’ αυτήν, εκείνη απάντησε με θάρρος: «Μπορείτε να πάρετε τα στρατεύματά σας από τη χώρα μου.»
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, βοήθησε στην απόδραση πολλών Εβραίων από την Ελλάδα. Η Αλίκη έκρυψε ακόμη μια εβραϊκή οικογένεια, τους Κόεν, στον επάνω όροφο του σπιτιού της, μόλις λίγα μέτρα από τα γραφεία της Γκεστάπο.
Όταν η Γκεστάπο την ανέκρινε, η πριγκίπισσα χρησιμοποίησε την κώφωσή της ως δικαιολογία για να μην απαντήσει και απέτρεψε την είσοδό τους στην ιδιοκτησία της.
Μετά τον πόλεμο, διαμάντια από το τιάρα της Άλις χρησιμοποιήθηκαν για να φτιάξει ο Φίλιππος ένα δαχτυλίδι που έδωσε στην πριγκίπισσα Ελισάβετ, τη μελλοντική βασίλισσα.
Η Άλις πούλησε τα υπόλοιπα κοσμήματά της για να ιδρύσει τη δική της θρησκευτική αδελφότητα, τη Χριστιανική Αδελφότητα της Μάρθας και Μαρίας, το 1949, και έγινε μοναχή.
Έχτισε μια καλύβα και ορφανοτροφείο σε φτωχή συνοικία της Αθήνας.
Παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι το 1967, όταν έγινε η στρατιωτική χούντα. Η Αλίκη αρνήθηκε να φύγει μέχρι που ο πρίγκιπας Φίλιππος έστειλε αεροπλάνο και ειδικό αίτημα από τη βασίλισσα να την πάνε στην Αγγλία.
Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο Μπάκιγχαμ με τον γιο και τη νύφη της, πριν πεθάνει τον Δεκέμβριο του 1969 σε ηλικία 84 ετών.
Οι τελευταίοι μήνες της ζωής της απεικονίστηκαν στην τρίτη σεζόν του Netflix «The Crown», όπου την υποδύθηκε η Τζέιν Λαπόταιρ. Η σειρά παρουσίασε λανθασμένα πως έδωσε αποκαλυπτική συνέντευξη στη Guardian σχετικά με την ψυχική της υγεία.

Λίγο πριν πεθάνει, έγραψε ένα συγκινητικό γράμμα στον μόνο γιο της, που έλεγε: «Αγαπημένε Φίλιππε, να είσαι γενναίος και να θυμάσαι ότι δεν θα σε αφήσω ποτέ και θα με βρίσκεις πάντα όταν με χρειάζεσαι περισσότερο. Με όλη μου την αγάπη, η παλιά σου μαμά.»
Το 1994, 25 χρόνια μετά τον θάνατό της, ο γιος της παρευρέθηκε σε τελετή στην Ιερουσαλήμ προς τιμήν της, όπου είναι θαμμένη σε κρύπτη στον Κήπο της Γεσθημανής στον Όρος των Ελαιών.
Εξαιτίας του θάρρους της κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν έσωσε τους φίλους της, την οικογένεια Κόεν, από βέβαιο θάνατο, της απονεμήθηκε ο τίτλος των «Δικαίων των Εθνών».
Ο πρίγκιπας Φίλιππος είπε: «Υποψιάζομαι ότι ποτέ δεν θεώρησε ότι η πράξη της ήταν κάτι ιδιαίτερο. Ήταν μια γυναίκα με βαθιά θρησκευτική πίστη και θα το θεωρούσε μια εντελώς ανθρώπινη πράξη προς συνανθρώπους σε ανάγκη.»