Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), περίπου 57 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζούσαν με άνοια το 2021, έναν όρο-ομπρέλα ο οποίος περιγράφει ένα σύνολο καταστάσεων που επηρεάζουν τη μνήμη, τη σκέψη και την ικανότητα επικοινωνίας, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ.
Το πρόβλημα είναι πως η άνοια είναι δύσκολη στη διάγνωση. Όπως τονίζουν ειδικοί στο Medical News Today, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή μία και μοναδική εξέταση που να επιβεβαιώνει την πάθηση, ενώ τα συμπτώματά της μοιάζουν συχνά με εκείνα άλλων ασθενειών.
Επιπλέον, για ορισμένους ασθενείς, τα πρώιμα σημάδια είναι πολύ ήπια, καθιστώντας δύσκολη τον έγκαιρο εντοπισμό της. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές αναζητούν τρόπους ώστε η διάγνωση της άνοιας να γίνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα.
«Η έγκαιρη διάγνωση είναι κρίσιμη για πολλούς λόγους», εξηγεί η δρ. Βασιλική Ορντέτα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο University College London. «Πρώτα απ’ όλα, δίνει τη δυνατότητα στα άτομα και στις οικογένειές τους να προγραμματίσουν το μέλλον και να λάβουν αποφάσεις για τη φροντίδα τους. Από πλευράς υγειονομικού συστήματος, μειώνει την πίεση, καθώς επιτρέπει την προληπτική φροντίδα».
Η ίδια είναι επικεφαλής νέας μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Geriatric Psychiatry και η οποία δείχνει ότι οι άνθρωποι με άνοια διαγιγνώσκονται κατά μέσο όρο 3,5 χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Στις περιπτώσεις πρώιμης έναρξης, η καθυστέρηση φτάνει και τα 4 χρόνια.
Από τα πρώτα συμπτώματα έως τη διάγνωση
Η μελέτη ανέλυσε τα αποτελέσματα 13 προηγούμενων ερευνών, με περισσότερους από 30.000 συμμετέχοντες. Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν στον μέσο χρόνο που μεσολαβεί από τη στιγμή που τα συμπτώματα παρατηρούνται για πρώτη φορά από τον ασθενή ή την οικογένειά του, έως την επίσημη διάγνωση.
«Παρά την αυξανόμενη ενημέρωση, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις μηνών ή και ετών πριν λάβουν επίσημη διάγνωση», σημειώνει η Ορντέτα.
«Αυτές οι καθυστερήσεις αφήνουν τους ασθενείς και τις οικογένειές τους να ζουν με αβεβαιότητα, χωρίς πρόσβαση στους απαραίτητους πόρους και στη δυνατότητα έγκαιρου σχεδιασμού», τόνισε.
Ποιοι καθυστερούν περισσότερο να διαγνωστούν
Η καθυστέρηση είναι μεγαλύτερη σε άτομα νεότερης ηλικίας και σε όσους πάσχουν από μετωποκροταφική άνοια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συχνά η έλλειψη αναγνώρισης των πρώιμων και ασυνήθιστων συμπτωμάτων οδηγεί σε χρόνια χωρίς σαφή διάγνωση, με συνέπειες στην υποστήριξη και τη φροντίδα τους.
Γιατί αργεί η διάγνωση;
Ο δρ. Άντελ Αζίζ, νευρολόγος και ειδικός στις διαταραχές μνήμης, επισημαίνει στο Medical News Today ότι οι καθυστερήσεις προκύπτουν εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων:
- Όταν οι ασθενείς και οι οικογένειες διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια.
- Όταν οι γιατροί πρωτοβάθμιας φροντίδας καθυστερούν την παραπομπή σε ειδικούς.
- Όταν τα πρώιμα συμπτώματα αποδίδονται λανθασμένα στην ηλικία ή στο άγχος.
Επιπλέον, κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, επίπεδο εκπαίδευσης, φύλο αλλά και ηλικία έναρξης και τύπος άνοιας επηρεάζουν τον χρόνο διάγνωσης.
Τι χρειάζεται να αλλάξει
Για να μειωθεί το διάστημα ανάμεσα στα πρώτα συμπτώματα και την επίσημη διάγνωση, σύμφωνα με τους ερευνητές, απαιτούνται:
- Εκστρατείες ενημέρωσης για τα σημάδια της άνοιας σε διαφορετικούς πληθυσμούς.
- Προγράμματα εκπαίδευσης για γιατρούς ώστε να αναγνωρίζουν έγκαιρα και ασυνήθιστες μορφές άνοιας.
- Πολιτικές που θα καλύπτουν τον προληπτικό έλεγχο από τα ασφαλιστικά ταμεία.
- Χρήση νέων τεχνολογιών, όπως η τηλεϊατρική, για έλεγχο σε άτομα που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές.
Όπως καταλήγει ο Αζίζ, «με συνδυασμένες δράσεις στην ενημέρωση, την εκπαίδευση, την πολιτική και με τη χρήση της τεχνολογίας, μπορούμε να φτάσουμε σε ένα στάδιο όπου η άνοια θα αναγνωρίζεται και θα αντιμετωπίζεται το συντομότερο δυνατό».