Η υγεία δεν είναι απλώς ιατρική υπηρεσία: είναι δείκτης κοινωνικής συνοχής και δίκαιης κατανομής πόρων. Στην Ελλάδα, η αδυναμία μετάβασης από ένα νοσοκομειοκεντρικό, αποσπασματικό σύστημα σε ένα ολοκληρωμένο, δημόσιο δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας έχει οδηγήσει σε μακροχρόνιες δυσλειτουργίες, οι οποίες πλέον επιχειρούνται να αντιμετωπιστούν μέσα από ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων, ψηφιοποίησης και επενδύσεων.

Πού βρισκόμαστε σήμερα

  • Δημόσιες δαπάνες και συνολική χρηματοδότηση. Η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερη δημόσια δαπάνη για την υγεία σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο ΟΟΣΑ και οι σχετικές αναλύσεις δείχνουν ότι η δημόσια χρηματοδότηση παραμένει συγκριτικά υποστελεχωμένη, ενώ το συνολικό κόστος υγείας ανά κάτοικο και ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε./ΟΟΣΑ. Αυτή η διαφορά αντανακλάται στην ανάγκη για μεγαλύτερη δημόσια επένδυση και ανακατανομή πόρων.
  • Ιδιωτική συμμετοχή (out-of-pocket). Οι πολίτες επωμίζονται μεγάλο μέρος του κόστους: αναφορές δείχνουν ότι το μερίδιο των ιδιωτικών (αυτοχρηματοδοτούμενων) δαπανών είναι υψηλό (περίπου στο 30–33% των συνολικών δαπανών υγείας), ποσοστό πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Αυτό δημιουργεί άμεσο κίνδυνο αποκλεισμού και οικονομικής επιβάρυνσης για ευάλωτα νοικοκυριά.
  • Προσωπικό (νοσηλευτικό & ιατρικό). Η πυκνότητα νοσηλευτών στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν περίπου 3,8 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους (2021), έναντι ~9/1.000 στον μέσο όρο ΟΟΣΑ. Η έλλειψη νοσηλευτικού δυναμικού και η μετανάστευση επαγγελματιών υγείας (brain drain) επιβαρύνουν σημαντικά την ποιότητα και την επάρκεια της φροντίδας.
  • Αναπάντητες ανάγκες (unmet needs). Η Ελλάδα καταγράφει υψηλά ποσοστά αναφερόμενων «μη ικανοποιημένων αναγκών» για ιατρική φροντίδα: όποια μέτρηση και αν επιλέξουμε (ΟΟΣΑ, Eurostat ή άλλες έρευνες) δείχνει ότι ένα πολλαπλάσιο ποσοστό πολιτών δηλώνει ότι δεν έλαβε την απαραίτητη φροντίδα, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. (Για παράδειγμα, η έκθεση του ΟΟΣΑ/Country Health Profile αναφέρεται σε ποσοστό γύρω στο 9%, ενώ πρόσφατα στοιχεία Eurostat/2024 δείχνουν υψηλότερα επίπεδα αναφοράς ανεπαρκούς πρόσβασης σε ορισμένες μετρήσεις). Η διακύμανση μεταξύ πηγών δείχνει και το πρόβλημα: διαφορετικά δείγματα/ερωτηματολόγια αποτυπώνουν την έκταση του φαινομένου: η κοινή παραδοχή είναι ότι η αναγκαστική στέρηση θεραπειών και οι καθυστερήσεις παραμένουν σημαντικές.

Οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί το Υπουργείο Υγείας — Τι έχει ανακοινωθεί

Τα τελευταία δύο χρόνια το Υπουργείο Υγείας έχει ανακοινώσει και/ή προωθεί μια σειρά μέτρων που στοχεύουν στην ενίσχυση υποδομών, στην ψηφιοποίηση, στην αναδιοργάνωση του τρόπου χρηματοδότησης των νοσοκομείων και στην επέκταση της ΠΦΥ.

Σημεία-κλειδιά:

  • Ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας (ΤΟΜΥ / νέες μονάδες). Έχουν προκηρυχθεί και προγραμματιστεί δράσεις για τη λειτουργία νέων Τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ) και την κάλυψη πληθυσμού με οικογενειακούς γιατρούς. Υπάρχουν υπουργικές αποφάσεις και προσκλήσεις που θεσμοθετούν την «λειτουργία νέων ΤΟΜΥ» και προσλήψεις/προκηρύξεις προσωπικού, με στόχους για διεύρυνση της κάλυψης σε χιλιάδες κατοίκους. Η προσπάθεια περιλαμβάνει και εγχειρήματα χρηματοδότησης (π.χ. προγράμματα ΕΣΠΑ/εθνικά κονδύλια) για την εγκατάσταση/αναβάθμιση των μονάδων.
  • DRG — ανασχεδιασμός του τρόπου αποζημίωσης νοσοκομείων. Το Υπουργείο προωθεί την εισαγωγή/γενίκευση συστήματος DRG (Diagnosis-Related Groups) για τη χρηματοδότηση νοσοκομειακών υπηρεσιών με στόχο την πιο διαφανή, αποτελεσματική και συγκριτική αποζημίωση των νοσοκομείων (ελαχιστοποίηση περιττών νοσηλειών/δαπανών). Υπάρχουν αναφορές για πιλοτικές και ευρύτερες εφαρμογές της DRG τα τελευταία χρόνια.
  • Ψηφιακή αναβάθμιση και ηλεκτρονικά συστήματα. Το Υπουργείο και οι φορείς του προωθούν τον «ηλεκτρονικό φάκελο ασθενούς», ενιαίο σύστημα ραντεβού, εφαρμογές για την επικοινωνία ασθενή-γιατρού και πλατφόρμες αξιολόγησης. Η ψηφιοποίηση θεωρείται κεντρικό εργαλείο για τη μείωση των αναμονών και τη βελτίωση της διαχείρισης ροών και προμηθειών.
  • Εθνική Στρατηγική για την Ποιότητα & Ασφάλεια (2025–2030). Τον Ιανουάριο 2025 ανακοινώθηκε η Εθνική Στρατηγική για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών 2025–2030, σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO/Europe). Η στρατηγική στοχεύει στην αναβάθμιση δεικτών ποιότητας, στην ασφάλεια της φροντίδας και σε πολιτικές μέτρησης/διαφάνειας.
  • Υποδομές και ανακαινίσεις. Έχουν ανακοινωθεί προγράμματα κτηριακής και ιατροτεχνολογικής αναβάθμισης σε νοσοκομεία και Κέντρα Υγείας, με συγκεκριμένα έργα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους.

Πώς αυτά τα μέτρα μπορούν (ή όχι) να μειώσουν τις ανισότητες

Οι αλλαγές έχουν λογική και δυνατότητες αλλά η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από κρίσιμους όρους:

  • Πρωτοβάθμια φροντίδα (ΤΟΜΥ & οικογενειακοί γιατροί). Η επέκταση των ΤΟΜΥ και η ενεργοποίηση οικογενειακού γιατρού μπορεί να μειώσει τις επισκέψεις στα έκτακτα και τις επικουρικές δαπάνες, εφόσον οι μονάδες λειτουργήσουν ως πλήρως στελεχωμένες, γεωγραφικά κατανεμημένες δομές και όχι ως «σημεία» χωρίς επάρκεια προσωπικού. Η εμπειρία δείχνει ότι όπου οι ΤΟΜΥ λειτούργησαν οργανωμένα υπήρξε απτό όφελος με το ζητούμενο να είναι η κλίμακα εφαρμογής.
  • DRG και αποδοτικότητα. Τα DRG μπορούν να βελτιώσουν τη διαχείριση πόρων και να περιορίσουν περιττά κόστη αλλά αν εφαρμοστούν χωρίς να εξασφαλιστεί επαρκής χρηματοδότηση για την ΠΦΥ (προκειμένου να αναλάβει πρώιμα περιστατικά), υπάρχει κίνδυνος να ωθήσουν ασθενείς στο ιδιωτικό τομέα. Η ολιστική προσέγγιση (ΠΦΥ + DRG + ψηφιοποίηση) είναι απαραίτητη.
  • Ψηφιακή πρόσβαση. Η ηλεκτρονική διαχείριση ραντεβού και ο ηλεκτρονικός φάκελος μπορούν να μειώσουν καθυστερήσεις και αποκλεισμούς αλλά πρέπει να συνοδευτούν από μέτρα ψηφιακής εγγραμματοσύνης και πρόσβασης για ηλικιωμένους και ευάλωτες ομάδες.

Τα ανοικτά μέτωπα — Γιατί οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να μην φτάσουν

  • Στελέχωση. Η πρόσληψη και η διατήρηση επαγγελματιών υγείας (ιδιαίτερα νοσηλευτών και γενικών ιατρών) είναι η “μήτρα” της επιτυχίας. Χωρίς προσωποπαγείς προσλήψεις και βελτίωση συνθηκών εργασίας, οι νέες δομές θα παραμείνουν κέλυφος.
  • Χρηματοδότηση και εκχώρηση πόρων. Τα μέτρα πρέπει να συνοδευτούν από σταθερή δημόσια δαπάνη και από μηχανισμούς αποτίμησης αποτελεσμάτων, αλλιώς κινδυνεύουν να είναι αποσπασματικά projects.
  • Μέτρηση αποτελεσμάτων / διαφάνεια. Απαιτούνται δημόσιοι δείκτες (μείωση χρόνων αναμονής, κάλυψη ΠΦΥ ανά 10.000 κατοίκους, μείωση OOP) για να αποδειχθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις βελτιώνουν την ισότητα. Η Εθνική Στρατηγική Ποιότητας 2025–2030 θέτει πλαίσιο, αλλά απαιτείται ταχεία υλοποίηση.

Συμπεράσματα — Τι πρέπει να παρακολουθούμε από τα ‘δώρα’ του σχεδίου

  • Ποσοτικά δείγματα κάλυψης ΤΟΜΥ: πόσες νέες μονάδες λειτουργούν τελικά και πόσοι οικογενειακοί γιατροί καταγράφονται στο σύστημα (στόχος που έχει ανακοινωθεί σε διάφορες φάσεις). Αυτό δείχνει την πραγματική διεύρυνση της ΠΦΥ.
  • Μείωση αναμονών και DRG-δείκτες κόστους: αλλαγές στο χρόνο αναμονής και στην κατανομή νοσηλειών μεταξύ νοσοκομείων/ΠΦΥ.
  • Μείωση out-of-pocket δαπανών: αν το δημόσιο μερίδιο καλύψεων αυξηθεί και μειωθούν οι ιδιωτικές πληρωμές, τότε οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν προς ισότητα.
  • Δείκτες ανθρώπινου δυναμικού: αύξηση νοσηλευτών/1.000 κατοίκους, προσλήψεις μονίμου προσωπικού.

Η Ελλάδα έχει ξεκάθαρη πολιτική: υπάρχει σχέδιο (ΠΦΥ, DRG, ψηφιοποίηση, στρατηγική ποιότητας), υπάρχουν κονδύλια και ευρωπαϊκές ευκαιρίες (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ), αλλά το πραγματικό στοίχημα είναι εφαρμογή, στελέχωση και μέτρηση. Η πολιτική υγείας πρέπει να μεταφραστεί σε καθημερινή πρόσβαση: οικογενειακός γιατρός κοντά στον πολίτη, μειωμένες αναμονές, λιγότερα ιδιωτικά έξοδα και ίση πρόσβαση για τους πιο ευάλωτους.