Από τις προκλητικές πλην τρομώδεις για τους ισχυρότερους εχθρούς του αθυροστομίες του Καραϊσκάκη και τις ρομαντικές αποκρίσεις των οπλαρχηγών και των προκρίτων του 1821 για το «δίκαιον του αγώνος», μέχρι τις φοβικές δηλώσεις «για αποβίβαση 50.000 Τούρκων στο Καστελλόριζο» και την αποθέωση ενός «υποχωρητικού πραγματισμού» των συγχρόνων πέρασαν διακόσια χρόνια λοιπόν.

Γράφει ο Βασίλης Φασούλας*

Η μεταστροφή αυτή της εθνικής ρητορικής υπήρξε απόρροια πολυσχιδών καταστάσεων και αβάσταχτων καταστροφών. Ο ελληνισμός ηττηθείς από 100ετίας, απώλεσε την Μεγάλη Ιδέα, έχασε την γεωγραφική και γεωπολιτική του διασπορά, συρρικνώθηκε, φοβήθηκε, απονοηματοδοτήθηκε χωρίς μάλιστα να εύρει ποτέ νέο αφήγημα, νεοπλουτιστικά πτώχευσε, βαίνει δε πλέον παντάπασιν μειούμενος στο φάσμα του βιολογικού αφανισμού του. Με μία παιδεία υπό κατάρρευση, με μία κοινωνία βαθύτατα συντηρητική, διχασμένη, γηραλέα και εικονοκεντρική, με σημαντικό μέρος αυτής καθ’ έξιν αντιδραστικό, εντός του ακόμη και καθηγητές των παιδιών μας. Όλα αυτά απτόητα μας ροκανίζουν παρακμιακά σήμερα, την εποχή της 4ης βιομηχανικής επαναστάσεως.

Η Ελλάς, αιωνίως μετεωριζόμενη στην δίνη του ακραίου λαϊκισμού κατά φαντασίαν (πλέον) αγωνιστών και του ραγιάδικου ελιτισμού μιας κατ’ ουσίαν (ανέκαθεν) ανύπαρκτης εγχωρίου αστικής τάξεως, αρνείται μέχρι και στις ημέρες μας να μελετήσει εις βάθος τον ίδιον τον εαυτό της και την αλλόκοτη ιστορική διαδρομή της, ως πολιτική αλλά και υπαρξιακή παρακαταθήκη, εξακολουθεί δε να αποστρέφει το βλέμμα της από την εκτυφλωτική Αλήθεια και τον μακραίωνο Λόγο αυτών των χωμάτων.

Προσχηματικώς βιούσα, εξακολουθεί να πιστεύει τυφλά στον ατομοκεντρισμό, να μισεί ή να εκμεταλλεύεται το κράτος της αταβιστικός, να εκπαιδεύει τα νιάτα της στην χρησιμοθηρία, στην εντυπωσιθηρία και στην ευελιξία της μηδενιστικής χυδαιότητος, να προσβλέπει ραγιάδικα σε αλλότριους χορηγούς, η δε ορθολογική κατανόηση και συνεννόηση να της φαντάζει αρκούντως βαρετή για να αποτελεί ζητούμενο προόδου της.

Ευχή η φορά των πραγμάτων και οι νέες συνθήκες να βοηθήσουν έναν τόπο που δεν θέλει να βοηθηθεί πραγματικά. Μέχρι τότε, όσοι πραγματικά «πιστοί» στην ελληνική υπαρξιακή συνθετική παραδοξότητα, ας ευχαριστήσομε τους προγόνους γραμματιζούμενους και τσολιάδες, τους κουρελήδες «çul» των Οθωμανών, γιατί λόγια ή απλά μα πάνω από όλα συγκλονιστικά, με τα καλά και τα χάλια τους, υπήρξαν Έλληνες όταν ήλθε η ώρα τους.

Φυσικά, κάποιοι σύγχρονοι καθεστηκότες ημεδαποί καθηγητές συνεχίζουν να τους χαρακτηρίζουν υποτιμητικά «ελληνόφωνους», αν και η εν γένει βιολογική μας σύνδεση με τους αρχαίους προγόνους είναι επιστημονικά αποδεδειγμένη, και να αντιμετωπίζουν με ύφος Βρετανού Τοποτηρητού την «συμπαθητική πλήν κατσαπλιάδικη» επανάσταση. Ας τους «παραμερίσουμε» λίγο ψυχοπνευματικά, και ας αισθανθούμε, έστω για μία στιγμή, την απαρέγκλιτα συγκλονιστική ματιά του γηραιού Κανάρη στην μοναδική σωζομένη φωτογραφία αγωνιστή του ’21. Ας (συν)αισθανθούμε τον Αποφασισμένο Άνθρωπο.

Να αγαπήσουμε λοιπόν αυτήν την Πατρίδα επιτέλους. Έτσι θα τιμήσουμε τους Ήρωές της. Μόνον έτσι.

Αλλιώς σίγουρα θα την τελειώσουμε, και σύντομα μάλιστα. Άλλωστε όλα τελειώνουν σε αυτόν τον κόσμο, ακόμη και οι εθνοτικοί σχηματισμοί. Γιατί τα έθνη δεν ζουν αν δεν θέλουν να ζήσουν. Όσους εορτασμούς και αν κάνουν.

* Βασίλης Φασούλας, Δικηγόρος, Μέλος της «Δημοκρατικής Ευθύνης»