Η καραντίνα φαίνεται πως έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στον ψυχισμό των ανθρώπων και παράλληλα έχει δημιουργήσει νέες κοινωνικές συνθήκες, που για άλλους έχουν θετική και για άλλους αρνητική ανάγνωση.

Ένας στους δύο ανθρώπους που αναζήτησε βοήθεια κατά τη διάρκεια της καραντίνας στην τηλεφωνική γραμμή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης πολιτών 10306, δεν είχε έρθει ποτέ σε επαφή με μία υπηρεσία ψυχικής υγείας, όπως δηλώνει η καθηγήτρια Ψυχιατρικής, στην Α’ Ψυχιατρική Κλινική ΕΚΠΑ του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, Μαρίνα Λαλιώτη Οικονόμου, σε συνέντευξη της στο Πρακτορείο Fm.

Η τηλεφωνική γραμμή 10306 ξεκίνησε να λειτουργεί με αφορμή την καραντίνα λόγω κορονοϊού από τα μέσα Μαρτίου, μετά από πρωτοβουλία της Α΄ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, και σε συνεργασία με το ΕΚΠΑ και τον Πρύτανη Θάνο Δημόπουλο.

Όπως αναφέρει η καθηγήτρια «η γραμμή αποτέλεσε αφενός για το 50% των ανθρώπων την πύλη εισόδου στις ψυχιατρικές υπηρεσίες, αφετέρου θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα “φίλτρο” και έτσι να αποτρέψει τον κόσμο από το να συνωστίζεται σε αυτές τις υπηρεσίες». Γιατί όπως εξηγεί, μία τηλεφωνική συνέντευξη στο πλαίσιο της τηλεφωνικής γραμμής, δεν είναι μία συνέντευξη πέντε λεπτών, που ο ειδικός παίρνει μία πληροφορία και τελειώνει. Αλλά είναι μία συνέντευξη που μπορεί να κρατήσει 25 και 30 και 35 λεπτά και να πάρει τη μορφή συνεδρίας. Οι κλήσεις στο 10306 μετά την καραντίνα έχουν μειωθεί αισθητά λέει η κ. Λαλιώτη, τονίζοντας παράλληλα ότι πλέον οι ειδικοί έρχονται αντιμέτωποι με τα πραγματικά προβλήματα των καλούντων, και αυτό που φαίνεται να διαπιστώνουν είναι ότι η καραντίνα έχει αφήσει βαθιά το αποτύπωμά της στον ψυχισμό του κόσμου. «Έχουν φόβο, θλίψη, αισθήματα απαισιοδοξίας και απελπισίας. Και αυτό πρέπει να το διαχειριστούμε. Είναι ένα αποτύπωμα που μένει, για αυτό είναι και πρόκληση το να διατηρηθεί η γραμμή και πέρα από τις συνθήκες της καραντίνας». Είναι μία πρόκληση, οι τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας να μπουν μέσα στο σύστημα υπηρεσιών ψυχικής υγείας, έτσι όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες, επισημαίνει η κ. Λαλιώτη. «Η χώρα μας είναι η μόνη από όσο γνωρίζω στη βιβλιογραφία, που δημιούργησε μία γραμμή τηλεφωνικής υποστήριξης, μετά την εισβολή του κορονοϊού».

Φόβος για μόλυνση και απαισιοδοξία για το μέλλον

Κάποιοι ήθελαν πολύ να τελειώσει η καραντίνα και να επιστρέψουν στην παλιά τους κανονικότητα, στη δουλειά τους, στις κοινωνικές τους σχέσεις, χωρίς περιορισμούς. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που αναζητούσαν την ελευθερία, λέει η κ Λαλιώτη. «Κάποιοι όμως άλλοι, και δεν είναι λίγοι αυτοί, βρήκαν το σπίτι ως καταφύγιο, ως κουκούλι. Το σπίτι ήταν αυτό που τους έδινε την ασφάλεια. Απέκτησαν τον έλεγχο των συμπεριφορών τους, τον έλεγχο των πράξεων τους, τον έλεγχο του σπιτιού τους. Αυτοί λοιπόν διστάζουν να βγουν έξω, γιατί τα μηνύματα που έχουμε είναι ότι ο ιός υπάρχει και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί του. Θα πρέπει να περάσουμε σε μία νέα κανονικότητα, όπου ελλοχεύει ο φόβος για μία πιθανή μόλυνση δική μας ή των δικών μας ανθρώπων ». Είναι όμως άραγε αυτός ο μεγαλύτερος φόβος την παρούσα στιγμή; Αυτός ένας μεγάλος φόβος που συνδυάζεται με την απώλεια της ελπίδας για την παλιά κανονικότητα και την απαισιοδοξία για το μέλλον, απαντά η κ. Λαλιώτη. «Κάποιοι άνθρωποι δεν βλέπουν ότι θα ξαναβρούν στο μέλλον, αυτό που είχαν παλιά. Έτσι αυτός ο φόβος τους ακολουθεί. Με ένα αίσθημα απαισιοδοξίας για την απώλεια του ήδη υπάρχοντος τρόπου ζωής, και το ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με νέες συνθήκες, με νέες κανονικότητες. Το άγγιγμα που στερούμαστε αυτή τη στιγμή, η χειραψία, η αναγκαστική φυσική απόσταση που δημιουργείται με ανθρώπους που αγαπάς, είναι νέα στοιχεία στη ζωή μας» . Ένα νέου τύπου υπερεγώ, ένα νέου τύπου «πρέπει» μπαίνει στη ζωή μας. Κι εκεί η απαγόρευση του αγγίγματος, της χειρονομίας, της αγκαλιάς, του φιλιού, είναι θέματα πάρα πολύ σημαντικά, τονίζει η διακεκριμένη ψυχίατρος.

Τα υπέρ της νέας κανονικότητας

«Από την άλλη όμως θα ήθελα να πω, για να μην βλέπουμε μόνο την απαισιόδοξη και αρνητική πλευρά στα πράγματα, ότι βρισκόμαστε και μπροστά σε νέου τύπου ελευθερίες. Και αυτές τις νέου τύπου ελευθερίες, μας τις έχουν δώσει και τα ΜΜΕ, αλλά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είμαστε μπροστά σε μία νέου τύπου επικοινωνία, χωρίς τις δεσμεύσεις του παρελθόντος. Αυτή η νέου τύπου επικοινωνία μάς οδηγεί σε κάποια παιχνίδια του μυαλού μας. Ενεργοποιούμε τη σκέψη μας . Διαβάζουμε περισσότερο, ασχολούμαστε περισσότερο με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Παίρνουμε πληροφορία και πολλές φορές αναγκαζόμαστε να δώσουμε και εμείς πληροφορία. Μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επανεργοποιούνται παλιές σχέσεις. Μαθαίνουμε καλύτερα την τεχνολογική εξέλιξη, ακόμα και άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας. Μαθαίνοντας καινούργια πράγματα γίνονται πιο νέοι. Υπάρχει πάντα το θετικό και το αρνητικό, εξαρτάται πια ανάγνωση κάνουμε».

Η κατάθλιψη το βασικό συναίσθημα των καλούντων κατά την διάρκεια της καραντίνας

Τα αρνητικά συναισθήματα που είχαν αποτυπωθεί από τις κλήσεις στην τηλεφωνική γραμμή 10306, από τις πρώτες εβδομάδες της καραντίνας ήταν εκνευρισμός, φόβος, θυμός, ανασφάλεια, πανικός, αλλά και το αίσθημα του αβοήθητου, τα οποία μάλιστα η κ. Λαλιώτη είχε επισημάνει σε συνέντευξη της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στις 25 Μαρτίου. «Τον πρώτο καιρό το άγχος ήταν το βασικό και κύριο συναίσθημα. Την πρώτη εβδομάδα το 38.7% των ανθρώπων που κάλεσαν, παρουσίασε υψηλά επίπεδα άγχους. Στην πορεία ακολούθησε μία καθοδική πορεία και την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου, τα ποσοστά του άγχους κυμάνθηκαν γύρω στο 15%. Σιγά-σιγά αυτό το αγχώδες συναίσθημα, άρχισε να δίνει την θέση του στην κατάθλιψη. Την πρώτη εβδομάδα της καραντίνας (16-22 Μαρτίου) τα ποσοστά κατάθλιψης ήταν 30,6%. Ακολούθησαν κάποιες αυξομειώσεις και την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου, η κατάθλιψη σταθεροποιήθηκε στο 34,8%. Η κατάθλιψη λοιπόν ήταν το βασικό συναίσθημα, των ατόμων που αναζήτησαν βοήθεια στο 10306, σε όλη τη διάρκεια της καραντίνας».