«Η εξέλιξη της κατάληψης του Πολυτεχνείου ήταν συγκλονιστική» τονίζει 50 χρόνια μετά την Εξέγερση η καθηγήτρια του ΕΜΠ και πρώτη εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου, Τώνια Μοροπούλου.

Μιλώντας στην ΕΡΤ και την εκπομπή «Πρωΐαν σε είδον» τόνισε πως «η κρίσιμη στιγμή ήταν η κάθε στιγμή της κατάληψης». Μάλιστα υπογράμμισε πως «όταν εμείς φωνάζαμε από τον πομπό και καλούσαμε μαθητές, εργαζόμενους να έρθουν στο Πολυτεχνείο, σε γενική απεργία τον ελληνικό λαό αντέδρασαν κάποια Μ. Μ. Ε. Είπαν «ποιοι είναι αυτοί στο Πολυτεχνείο; τι θέλουν; ποιος τους καθοδηγεί;». Έτσι προέκυψε η ανάγκη να εκφράσουμε ακριβώς την κατάληψη» ενώ ακόμη και μέσα σε πανέρια με τρόφιμα που έστελνε ο κόσμος είχαν σημειώματα λέγοντας «Δε μας εκπροσωπεί το Κάτω το κράτος ή το Κάτω το κεφάλαιο. Πείτε πράγματα που να μας ενώνουν»» με τη γνωστή καθηγήτρια να υπογραμμίζει πως «το Πολυτεχνείο ένωσε όλο τον κόσμο, όχι μόνο τους εκπροσώπους του φοιτητικού κινήματος και τις αντιδικτατορικές οργανώσεις».

Τα πρώτα λόγια από τον πομπό του Πολυτεχνείου

«Όταν βρέθηκα μπροστά στον πομπό που στήσαμε με τον Στέλιο Βίο στο εργαστήριο Φυσικής δεν ήξερα τι να πω και είπα ποιοι είμαστε. «Σας μιλάει ο Ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων. Εδώ Πολυτεχνείο. Εκπέμπουμε στους 1050 χιλιοκύκλους». Μας άκουγαν λίγοι και αργότερα ήρθαν υπομηχανικοί και έφεραν λυχνίες» θυμάται η κ. Μοροπούλου και προσθέτει πως «ο Νίκος Χριστοδουλάκης πήγε στο εργαστήριο Ηλεκτροτεχνίας και στήθηκε ο δεύτερος πομπός που τον άκουγε όλη η Αθήνα και όσο προχωρούσαν τα πράγματα ο πομπός έγινε πλέον η φωνή του Πολυτεχνείου».

«Όταν πήγα εγώ στη συντονιστική για να συντονίσουμε τα συνθήματα και να εκφράσουμε τις θέσεις της κατάληψης, καλέσαμε τότε και άλλους. Ήρθε η Μαρία Δαμανάκη και το απόγευμα της Παρασκευής ο Μήτσος ο Παπαχρήστος, ο Γιώργος Παυλάκης, ο Λάμπρος Παππάδημητράκης και όταν μπήκε το τανκ, στις 3:15, είπαμε τον εθνικό ύμνο και ο αγώνας συνεχίζεται» θυμάται σε άλλο σημείο.

Μεταξύ άλλων στο στούντιο της ΕΡΤ η γνωστή καθηγήτρια είχε μαζί της και τη διακήρυξη, που είχε μείνει στο ταγάρι της, την είχε γράψει καθαρά για να τη διαβάσει στους δημοσιογράφους που βρίσκονταν στο σημείο και τώρα θα το δωρίσει στον Πρύτανη του Πολυτεχνείου.

Ερωτηθείς για το κείμενο σημείωσε πως «Καταλήξαμε σε ένα κείμενο ομόφωνα. Γιατί τα συνθήματα που τελικά μας ένωναν όλους ήταν Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία». Μάλιστα πρόσθεσε πως υπάρχει μια παράγραφος μόνο στο τέλος που καλεί όλες τις αντιδικτατορικές παρατάξεις, με την οποία διαφωνούσαν και δεν τη διάβασε στους δημοσιογράφους.

«Καλούμε τον ελληνικό λαό από όλες τις αντιδικτατορικές δυνάμεις και κόμματα σε ένα κοινό πρόγραμμα πάλης για να πέσει η δικτατορία για δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία» τονίζοντας πως σε αυτό το κομμάτι δεν συμφωνούσαν όλοι, γιατί έλεγαν ότι είναι κυρίαρχη η εξέγερση στην οποία πάμε «και αισθανόμασταν ότι ήταν εξέγερση γιατί την Παρασκευή ήρθαν οι καθηγητές μας από τη Σύγκλητο του Πολυτεχνείου, που μέχρι τότε μας διαβεβαίωναν για το πανεπιστημιακό άσυλο, και μας είπαν κατεβαίνει ο στρατός, θα σας ισοπεδώσουν, θα σας σκοτώσουν, φύγετε. Το ίδιο μας έλεγαν και τα δικτατορικά κόμματα».

«Ελληνικέ λαέ μας σκοτώνουν. Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια, μας σκοτώνουν»

«Δεν είναι ότι δεν φοβόμασταν, αλλά είναι ότι δε θέλαμε να βγούμε και να μας σκοτώσουν με το κεφάλι κάτω. Δε θέλαμε να πάει χαμένο, να ηττηθεί αυτό το αίσθημα, αυτό το πάθος της ελευθερίας με το οποίο αγωνιζόμασταν. Είπαμε «αν είναι να μας σκοτώσουν ας έρθουν να μας βγάλουν. Ας μας σκοτώσουν, αλλά με το κεφάλι ψηλά. Αυτό το μήνυμα ψωμί, παιδεία, ελευθερία το υποστηρίζαμε πλέον με τη ζωή μας και πολλοί πέθαναν γι αυτό».

«Όταν φέραν την ταυτότητα του πρώτου νεκρού στην συντονιστική την Παρασκευή το απόγευμα, τότε πήγαμε στον πομπό με το Στέλιο Λογοθέτη διαβάσαμε αυτή την παράγραφο λέγοντας «Ελληνικέ λαέ μας σκοτώνουν. Ελληνικέ λαέ σου λέμε την αλήθεια, μας σκοτώνουν» και τότε καλέσαμε, ανεξάρτητα πια από την εξέγερση για να μείνει κάτι στη συνέχεια, γιατί βλέπαμε ότι πάμε σε μια οριστική σύγκρουση σε ενότητα για τη συνέχιση του αντιδικτατορικού αγώνα» ανέφερε σε άλλο σημείο.

Σχετικά με το πώς χειρίστηκαν τα ελληνικά ΜΜΕ της εποχής την κατάληψη έκανε λόγο μόνο για αμφισβήτηση την οποία μάλιστα ένιωσαν την ανάγκη να αλλάξουν σε μια θετική αντιμετώπιση αυτής της εξέγερσης, ξεχωρίζοντας όμως την Deutsche Welle, το Spiegel, τη Φωνή της Αλήθειας, όπου «από εκει ακουγόταν το τι γινόταν και από τον πομπό και γι΄αυτό στήσαμε τον πομπό».

«Δεν είχαμε άγνοια κινδύνου… είχαμε ζήσει και τα βασανιστήρια, τους συναγωνιστές μας τους στράτευσαν»

«Aυτή η εξέγερση ήταν μια σύγκρουση, όχι γιατί δεν φοβόμασταν. Δεν είχαμε άγνοια κινδύνου… είχαμε ζήσει και τα βασανιστήρια, τους συναγωνιστές μας τους στράτευσαν» τονίζει η κα Μοροπούλου ενώ αποκαλύπτει και μία συζήτησή της με τον Παττακό όταν τους κάλεσε στη Νομική και του είπε «Να μας πάτε κι εμάς στη Λέρο, στη Γυάρο, κάπου να μας πάτε, να μας τιμωρήσετε γιατί εμείς θα βγαίνουμε συνέχεια μπροστά. Πήρατε τους φαντάρους και βγήκαν οι γυναίκες μπροστά».

«Οι σφαίρες περνούσαν δίπλα μας, είχαμε νεκρούς, όταν βγήκαμε από το Πολυτεχνείο βγήκαμε με τα φορεία»

Ως «ένα αίσθημα ότι παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας» χαρακτηρίζει εκείνες τις ημέρες και προσθέτει πως «από αγάπη για τη ζωή μείναμε».

«Οι σφαίρες περνούσαν δίπλα μας, είχαμε νεκρούς, όταν βγήκαμε από το Πολυτεχνείο βγήκαμε με τα φορεία. Με τους νεκρούς και τους τραυματίες μας. Και βγήκαμε με την αίσθηση ότι παρόλο που είχαμε θύματα, παρόλο που εμείς βγαίναμε και δεν ξέραμε ποια θα ήταν η επόμενη μέρα αυτό το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, Ελευθερία» έμεινε. Και έμεινε γιατί η αναγέννηση, η πολιτική, η πολιτιστική της ζωής του τόπου μας, είχε μέσα αυτό το σπέρμα, όχι σαν αίτημα, σαν ένα φρόνημα ελευθερίας, σαν κάτι πολύ βαθύτερο που συμπαρασύρει τις εξελίξεις».

Μάλιστα αποκάλυψε πως η μητέρα της και ο αδελφός της ήταν μαζί της στο Πολυτεχνείο, όμως ο πατέρας της, που βρισκόταν στη Ρόδο, της έλεγε στο τηλέφωνο της συντονιστικής του Πολυτεχνείου «φύγε γιατί θα σκοτώσουν» και εκείνη του απαντούσε πως «αν με σκοτώσουν μια φορά δεν πειράζει, αλλά αν φύγω θα πεθαίνω κάθε μέρα».