Εντονότερη η τάση για συστηματικό έλεγχο των εξόδων, με 8 στους 10 Έλληνες καταναλωτές να δηλώνουν πως παρακολουθούν τα έξοδά τους αρκετά έως πολύ περισσότερο σε σχέση με παλιότερα, διαπιστώνει η έβδομη έρευνα MasterCard Barometer που πραγματοποιήθηκε από τη MasterCard και την Focus Bari από τον Δεκέμβριο του 2010 έως και το Μάρτιο του 2011. Επίσης διαπιστώνει στροφή των Ελλήνων προς τις πλέον διαχρονικές και παραδοσιακές αξίες της ζωής όπως η υγεία και η οικογένεια.

Ειδικότερα, η πλειοψηφία των Ελλήνων καταναλωτών φαίνεται ότι δίνει πλέον πολύ μεγαλύτερη σημασία στην υγεία (64%) και την οικογένεια (59%), κατατάσσοντας τες στην κορυφή της λίστας των βασικών προτεραιοτήτων της ζωής τους ενώ η εργασία ακολουθεί με αρκετά χαμηλότερο ποσοστό (36%). Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι στην παρούσα συγκυρία η εργασία δεν εκλαμβάνεται τόσο ως μέσο προσωπικής καταξίωσης όσο ως μέσο διαβίωσης και εξασφάλισης εισοδήματος. Στις επόμενες θέσεις με αρκετά χαμηλότερα ποσοστά εντοπίζονται οι φίλοι /κοινωνικός περίγυρος (15%) και το περιβάλλον (9%) .

Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο τομέας της υγείας απασχολεί περισσότερο σε σχέση με παλιότερα, και τα δύο φύλλα εξίσου, διαφοροποιήσεις παρατηρούνται αναφορικά με την οικογένεια και την εργασία. Έτσι, για τους άντρες καταναλωτές ο τομέας που θεωρείται σήμερα ακόμη πιο σημαντικός σε σχέση με παλιότερα είναι εκείνος της επαγγελματικής αποκατάστασης, σε αντίθεση με τις γυναίκες οι οποίες δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην δημιουργία και διατήρηση της οικογένειας.

Διαχωρίζοντας τις ηλικιακές ομάδες, η υγεία αποτελεί βασικότατη προτεραιότητα για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (55+) ενώ η ηλικιακή ομάδα 45-54 ετών δίνει μεγαλύτερη σημασία στην οικογένεια. Στο ίδιο πλαίσιο, οι εργασιακά ενεργές ηλικιακές ομάδες των 25-44 ετών δίνουν στατιστικά μεγαλύτερη βαρύτητα στην εργασία ως μέσο εξασφάλισης των προς το ζην. Τέλος, όσον αφορά στις νεαρότερες ηλικίες των 18-24, οι νεαροί ερωτηθέντες αναφέρουν ότι δίνουν περισσότερη σημασία στους φίλους τους, στη διασκέδαση & στην καριέρα ως μέσο προσωπικής καταξίωσης.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η διασκέδαση απομειώνεται σε αξία για τους Έλληνες σε σχέση με παλιότερα με ποσοστό που αγγίζει το 37%. Η απόκτηση αγαθών και η καριέρα ως μέσο προσωπικής καταξίωσης επίσης αποτελούν συγκριτικά λιγότερο σημαντικές διαστάσεις στην ζωή των ερωτηθέντων και δεν έχουν για αυτούς την ίδια βαρύτητα που είχαν στο παρελθόν. Επιπρόσθετα, σημαντικό είναι και το ποσοστό (25%) όσων αναφέρουν ότι δεν υπάρχει καμία παράμετρος στη ζωή τους η οποία να θεωρείται λιγότερο σημαντική σε σχέση με παλιότερα.

Έντονη παρατηρείται η τάση των Ελλήνων καταναλωτών για συστηματική παρακολούθηση των εξόδων τους, με 8 στους 10 να δηλώνουν πως παρακολουθούν τα έξοδα τους αρκετά έως πολύ περισσότερο σε σχέση με παλιότερα. Όσον αφορά στις ηλικιακές διαφοροποιήσεις, οι 45 ετών + παρακολουθούν τα έξοδά τους πολύ περισσότερο σε σχέση με παλιότερα, ενώ οι νεότερες ηλικίες αναφέρουν ότι ελέγχουν τα έξοδά τους αρκετά περισσότερο σε σύγκριση με το παρελθόν.

Ο πιο δημοφιλής τρόπος παρακολούθησης των εξόδων με ποσοστό 59% είναι η συστηματική τήρηση συγκεκριμένου προϋπολογισμού για κάθε αγορά που πραγματοποιείται. Ακολουθούν, η χρήση μετρητών έτσι ώστε ο καταναλωτής να μην ξοδέψει παραπάνω χρήματα από αυτά που διαθέτει (41%) αλλά και η μη πραγματοποίηση αγορών πέρα των προγραμματισμένων (38%). Η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο φύλλων ως προς τον τρόπο ελέγχου των εξόδων είναι η πειθαρχία των γυναικών, οι οποίες όπως δηλώνουν, φροντίζουν σε κάθε αγορά τους να συνάδει με τον αρχικό τους προϋπολογισμό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τέλος το γεγονός ότι οι μεγαλύτερης ηλικίας συμμετέχοντες αποφεύγουν την πραγματοποίηση αγορών που δεν έχουν προγραμματίσει.

Το μέγεθος του δείγματος ήταν 1.960 άτομα, αφορούσε άντρες – γυναίκες 18-70 χρονών (μόνιμοι κάτοικοι των νομών Αττικής & Θεσσαλονίκης και της Ηπειρωτικής Ελλάδος και Κρήτης). Στην περιφέρεια καλύπτεται η πρωτεύουσα και τα αστικά κέντρα 10.000+ κατοίκων καθώς και οι λοιπές αστικές και αγροτικές περιοχές που βρίσκονται σε ακτίνα 25 χιλιομέτρων από αυτά. Εκτιμούμενο μέγεθος καλυπτόμενου πληθυσμού: 6.119.000 άτομα (ΕΣΥΕ 2001).