Παρά τη σημαντική μείωση της χαλαρότητας τα τελευταία χρόνια, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα, σύμφωνα με ανάλυση της Eurobank που δημοσιεύεται στην «7 ημέρες Οικονομία». Η εικόνα αυτή, όπως σημειώνεται, πιθανόν οφείλεται στην αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που ζητούν οι εργοδότες και αυτών που διαθέτουν οι υποψήφιοι εργαζόμενοι, καθώς και στη χαμηλή συμμετοχή γυναικών και νέων, η οποία κατατάσσει τη χώρα μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ-27.
Σύμφωνα με την Eurostat, αγορά θεωρείται «χαλαρή» όταν υπάρχει ανεκπλήρωτη ανάγκη για απασχόληση.

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται:
- Οι άνεργοι (unemployed)
- Οι υποαπασχολούμενοι που εργάζονται με μερική απασχόληση (underemployed part-time workers) και επιθυμούν να εργαστούν περισσότερες ώρες
- Άτομα διαθέσιμα να εργαστούν αλλά που δεν αναζητούν ενεργά απασχόληση
- Άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν
Για συγκρίσεις μεταξύ αυτών των κατηγοριών, η Eurostat χρησιμοποιεί την έννοια του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού, η οποία περιλαμβάνει: το σύνολο των απασχολούμενων και ανέργων, άτομα διαθέσιμα αλλά μη αναζητούντες εργασία, και άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα.
Η χαλαρότητα στην Ελλάδα: 2009-2024

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ανάλυσης, την περίοδο 2009-2024 η χαλαρότητα στην ελληνική αγορά εργασίας ως ποσοστό του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού διαμορφώθηκε σε 24,7%, κατατάσσοντας τη χώρα στη δεύτερη υψηλότερη θέση μετά την Ισπανία (27,2%). Αντίθετα, τα αντίστοιχα ποσοστά για την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη-20 ήταν χαμηλότερα (15,9% και 17,1% αντίστοιχα).
Η εικόνα αυτή συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τα υψηλά επίπεδα ανεργίας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, τα οποία συνεισέφεραν περίπου 71% της συνολικής χαλαρότητας της αγοράς εργασίας. Παρόλα αυτά, η μείωση από το υψηλότερο σημείο το 2013 (34,3%) στο 2024 (14,4%) αντιστοιχεί σε πτώση 19,9 ποσοστιαίων μονάδων, τη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
Από το 2023 η χαλαρότητα στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη από το μέσο ποσοστό της Ευρωζώνης-20 (17,1%) και το 2024 προσεγγίζει το μέσο ποσοστό της ΕΕ-27 (15,9%). Στο εθνικό επίπεδο, η σύγκλιση είναι ταχύτερη στους άνδρες και πιο αργή στις γυναίκες.
Το καθεστώς μερικής απασχόλησης

Μετά την ανεργία, τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη χαλαρότητα έχει το ποσοστό των υποαπασχολούμενων με μερική απασχόληση, που κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 3,7% του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού. Ο αριθμός των ατόμων σε αυτή την κατηγορία κυμαίνεται από 252 χιλ. το 2016 έως 108 χιλ. το 2024. Η αύξηση της περιόδου 2009-2016 συνδέεται με την οικονομική κρίση και την απώλεια θέσεων πλήρους απασχόλησης, που ώθησε πολλούς εργαζόμενους σε μερική απασχόληση για να διατηρήσουν εισοδήματα.
Η κατηγορία των ατόμων που είναι διαθέσιμα να εργαστούν αλλά δεν αναζητούν εργασία παρουσίασε σχεδόν διπλασιασμό μεταξύ 2009-2019 (133,4 χιλ. άτομα κατά μέσο όρο). Στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης 2020-2021 ενισχύθηκε περαιτέρω (196,5 χιλ. άτομα κατά μέσο όρο), για να υποχωρήσει το 2024 στα επίπεδα του 2009 (84,0 χιλ. άτομα). Η αύξηση πριν από την πανδημία πιθανόν οφείλεται σε άτομα αποθαρρημένα από μακροχρόνια απουσία από την αγορά εργασίας, ενώ η άνοδος κατά τη διάρκεια του lockdown συνδέεται με την ανάγκη φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων.
Στην ίδια κατηγορία, το ποσοστό των γυναικών είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με τους άνδρες (4,0% έναντι 1,8%). Σε σύγκριση με την ΕΕ-27, η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερα ποσοστά σχεδόν σε όλα τα έτη, με εξαίρεση το 2021.
Αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι
Τα άτομα που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμα αποτελούν μόλις το 0,5% του «εκτεταμένου» εργατικού δυναμικού (23 χιλ. κατά μέσο όρο). Σχεδόν σε όλα τα έτη, τα ποσοστά στην Ελλάδα είναι χαμηλότερα από αυτά της ΕΕ-27, με τις γυναίκες να υπερτερούν σταθερά (0,6% έναντι 0,3%).
Η συνολική χαλαρότητα της αγοράς εργασίας περιορίστηκε σημαντικά από τα πολύ υψηλά επίπεδα της περιόδου 2012-2020, προσεγγίζοντας πλέον τα αντίστοιχα ποσοστά της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης-20. Ωστόσο, εξακολουθεί να παραμένει σχετικά υψηλή, κατατάσσοντας την Ελλάδα έκτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 το 2024. Η αποκλιμάκωση είναι πιο γρήγορη στους άνδρες και πιο αργή στις γυναίκες.

Σημαντικότερη συμβολή στη μείωση είχαν:
- Το ποσοστό ανεργίας (-16,9 π.μ.)
- Οι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης (-1,8 π.μ.)
- Τα άτομα διαθέσιμα αλλά μη αναζητούντα εργασία (-1,3 π.μ.)
Παρά τη μείωση και την αύξηση των μικτών μηνιαίων αποδοχών, η χαλαρότητα παραμένει, πιθανόν λόγω αναντιστοιχίας προσόντων και χαμηλής συμμετοχής γυναικών και νέων.
Η περαιτέρω βελτίωση της αγοράς εργασίας απαιτεί μέτρα που θα αυξήσουν την απασχόληση γυναικών και νέων, καθώς και προγράμματα εκπαίδευσης και επανακατάρτισης για δεξιότητες που ζητούνται στην αγορά εργασίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θεωρούνται κρίσιμες για την ενίσχυση της οικονομικής μεγέθυνσης και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού και του επενδυτικού κενού.