Η ελληνική αγορά εργασίας συνεχίζει να εμφανίζει έντονα χαρακτηριστικά υπερβολικής απασχόλησης, με περίπου έναν στους πέντε εργαζομένους να δηλώνει ότι εργάζεται πάνω από 45 ώρες την εβδομάδα, συνυπολογίζοντας τόσο την κύρια όσο και οποιαδήποτε δεύτερη απασχόληση. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το δεύτερο τρίμηνο του 2025 δείχνουν ότι το ποσοστό αυτό φτάνει το 20,9%, σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διαμορφώνεται στο 10,8% για τους εργαζομένους ηλικίας 20-64 ετών.
Η Κύπρος ακολουθεί με 16,6%, ενώ η Μάλτα καταγράφει 14,6%. Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Βουλγαρία (2,5%), τη Λετονία (4,1%) και τη Ρουμανία (5,9%), αποτυπώνοντας τις έντονες διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στην κατανομή των ωρών εργασίας στην Ευρώπη.
Η πλειονότητα των εργαζομένων στην Ε.Ε., περίπου 72,3%, εργάζεται μεταξύ 20 και 44 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ το 16,9% απασχολείται λιγότερο από 20 ώρες την εβδομάδα. Στην Ελλάδα, ωστόσο, μόλις το 6,1% των εργαζομένων περιορίζεται σε λιγότερες από 20 ώρες, κατατάσσοντας τη χώρα ανάμεσα στις πλέον απαιτητικές αγορές εργασίας της Ευρώπης, μαζί με τη Ρουμανία (3,5%) και τη Βουλγαρία (4,6%).
Η εικόνα αυτή αναδεικνύει διαχρονικές τάσεις της ελληνικής αγοράς εργασίας, όπου οι υψηλές ώρες απασχόλησης συνδέονται όχι μόνο με τις οικονομικές ανάγκες των εργαζομένων αλλά και με τη δομή της αγοράς, την ανάγκη για συμπλήρωση εισοδήματος μέσω δεύτερης εργασίας και τις ιδιαίτερες συνθήκες επιχειρηματικού περιβάλλοντος στη χώρα. Οι πολλές ώρες εργασίας δεν περιορίζουν μόνο την προσωπική ζωή των εργαζομένων, αλλά έχουν και σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχολογική τους υγεία, την παραγωγικότητα και τη μακροπρόθεσμη απόδοση των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με ειδικούς, η υπερβολική απασχόληση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο επαγγελματικής εξουθένωσης, να μειώσει την ικανοποίηση των εργαζομένων και να επηρεάσει αρνητικά την καινοτομία και την αποδοτικότητα. Παράλληλα, οι υπερβολικές ώρες εργασίας συχνά συνδέονται με χαμηλή συμμετοχή σε κοινωνικές και οικογενειακές δραστηριότητες, γεγονός που επιβαρύνει και τις ευρύτερες κοινωνικές δομές.
Τα στοιχεία της Eurostat αναδεικνύουν επίσης την ανάγκη θεσμικών παρεμβάσεων για τη μείωση της υπερβολικής εργασιακής πίεσης και την ενίσχυση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων. Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν ότι μια πιο ισορροπημένη κατανομή των ωρών εργασίας θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο, ενώ ταυτόχρονα θα ενίσχυε την κοινωνική συνοχή και θα μειωνόταν η εξάρτηση από δευτερεύουσες εργασίες.
Η σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες

Η σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι τα προβλήματα στην Ελλάδα δεν αφορούν μόνο τον όγκο εργασίας, αλλά και την οργανωτική και θεσμική υποστήριξη των εργαζομένων. Χώρες με χαμηλότερα ποσοστά υπερωριών διαθέτουν πιο ευέλικτα ωράρια, καλύτερες πολιτικές ισορροπίας εργασίας-ζωής και ισχυρότερα κοινωνικά δίκτυα υποστήριξης. Η Ελλάδα, αντίθετα, καλείται να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον που απαιτεί ταυτόχρονα υψηλή παραγωγικότητα και διατήρηση της ευημερίας των εργαζομένων.
Συνολικά, τα στοιχεία για τον χρόνο απασχόλησης φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη για ολοκληρωμένες πολιτικές, τόσο από την πλευρά της Πολιτείας όσο και των επιχειρήσεων, ώστε να περιοριστούν οι υπερβολικές ώρες εργασίας και να δημιουργηθεί ένα πιο βιώσιμο και υγιές εργασιακό περιβάλλον για όλους τους εργαζομένους.