Αλλάζει άρδην ο καμβάς των ξενοδοχείων της χώρας, γεγονός απότοκο των διεθνών τάσεων του τουρισμού. Νέες πινελιές εμφιλοχωρούν στον τρόπο λειτουργίας τους, αλλαγές που εξυπηρετούν άρρηκτα τόσο τον επιχειρηματία όσο και την εμπειρία του πελάτη. Εσχάτως, σημαντικές ευκαιρίες και προκλήσεις στην πορεία ψηφιακού μετασχηματισμού του ξενοδοχειακού κλάδου αναδεικνύει νέα έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), με τα δεδομένα να αποτυπώνουν τη δυναμική αλλά και τους δισταγμούς που χαρακτηρίζουν τις τουριστικές επιχειρήσεις της χώρας.
Η έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε ξενοδοχειακές μονάδες διαφορετικού τύπου και τοποθεσίας στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει ότι η πλειοψηφία των καταλυμάτων (39,6%) βρίσκονται σε παραλιακές περιοχές, ενώ ακολουθούν αυτά που βρίσκονται σε αγροτικές περιοχές ή κωμοπόλεις.
Παράλληλα, το 90,6% της πελατείας επισκέπτεται τα ξενοδοχεία για λόγους αναψυχής και μόλις το 7,1% για επαγγελματικούς λόγους.
Χαμηλή ένταξη σε αλυσίδες – Δυναμική στα εργαλεία εσόδων

Το 93,8% των ξενοδοχείων δηλώνει πως λειτουργεί ανεξάρτητα, εκτός αλυσίδας ή επίσημης συνεργασίας. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται αυξανόμενη χρήση εργαλείων στρατηγικής διαχείρισης εσόδων, με το 31,5% των μονάδων να εφαρμόζει τέτοια στρατηγική. Από όσους το εφαρμόζουν, οι περισσότεροι βασίζονται σε Property Management Systems (80,8%) και Excel (52,5%), ενώ μικρότερο ποσοστό (29,5%) χρησιμοποιεί εξειδικευμένα Revenue Management Systems.
Οι δείκτες απόδοσης που παρακολουθούνται
Κορυφαίοι δείκτες για την αξιολόγηση της απόδοσης των ξενοδοχείων είναι η πληρότητα (Occupancy Rate – 71%), η μέση ημερήσια τιμή (ADR – 59%) και η μέση διάρκεια διαμονής (ALOS – 41,4%). Δείκτες βιωσιμότητας και λειτουργικής αποδοτικότητας, όπως RevPAM, CAC ή το ποσοστό ανανεώσιμης ενέργειας, παρακολουθούνται σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Το 52% των ξενοδοχείων χρησιμοποιεί Property Management System, ενώ το 48,2% διαχειρίζεται τιμές και διαθεσιμότητα στα online κανάλια μέσω channel manager. Ωστόσο, σχεδόν τα μισά ξενοδοχεία εξακολουθούν να κάνουν διαχείριση τιμών χειροκίνητα, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες αυτοματοποίησης και αποδοτικής τιμολόγησης.
Τεχνητή Νοημοσύνη: Ενδιαφέρον αλλά όχι ακόμη εκτεταμένη χρήση
Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) παραμένει σε πρώιμο στάδιο υιοθέτησης: μόλις το 22,7% των ξενοδοχείων τη χρησιμοποιούν ήδη, ενώ το 9,8% σχεδιάζει να την υιοθετήσει. Η πλειοψηφία, ωστόσο (56,4%), αναγνωρίζει τη σημασία της. Το ChatGPT και τα chatbots είναι οι πιο διαδεδομένες εφαρμογές, με ποσοστά 19,5% και 8,5% αντίστοιχα, ενώ πιο σύνθετες τεχνολογίες όπως η ρομποτική ή η αυτόματη δημιουργία μενού καταγράφουν πολύ χαμηλή χρήση.
Οι ξενοδόχοι θεωρούν ότι η AI μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στις κρατήσεις (60,2%), στα οικονομικά (53,8%) και στο μάρκετινγκ (53,6%). Ως βασικά εμπόδια αναφέρονται η έλλειψη γνώσης για τις διαθέσιμες λύσεις (38,9%) και οι ανησυχίες για την ασφάλεια των δεδομένων.
Η έρευνα αποκαλύπτει έναν κλάδο που κινείται σε δύο ταχύτητες: από τη μία πλευρά καταγράφεται πρόοδος σε εργαλεία διαχείρισης και στην αναγνώριση των τεχνολογικών ευκαιριών, από την άλλη όμως παραμένουν σημαντικά εμπόδια σε επίπεδο τεχνικής υποστήριξης, ενημέρωσης και πρόσβασης σε λύσεις AI.
Η επόμενη πρόκληση για τα ελληνικά ξενοδοχεία είναι η ενίσχυση της τεχνολογικής ωριμότητας, μέσα από κατάρτιση, φορολογικά κίνητρα και υποστήριξη για την ενσωμάτωση λύσεων που αναβαθμίζουν την εμπειρία του πελάτη και βελτιώνουν τη λειτουργική αποδοτικότητα.
Οικονομικά μεγέθη
Εντωμεταξύ, παρά τη σταθερότητα που παρουσιάζουν ως προς την πληρότητα και τα βασικά οικονομικά τους μεγέθη, τα ελληνικά ξενοδοχεία εμφανίζονται διστακτικά να αναγνωρίσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων επιχειρήσεων του κλάδου, σύμφωνα με ευρήματα του ΙΤΕΠ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου, όταν καλούνται να εκτιμήσουν την απόδοση των εσόδων τους σε σχέση με τον ανταγωνισμό, η πλειοψηφία των ξενοδόχων (43,7%) δηλώνει πως βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο. Ένα 19% θεωρεί ότι τα έσοδά του είναι ελαφρώς καλύτερα, ενώ μόλις το 5,1% εκτιμά ότι είναι σημαντικά καλύτερα.
Στον αντίποδα, το 9% θεωρεί ότι τα έσοδά του είναι ελαφρώς χαμηλότερα και το 1,7% σημαντικά χαμηλότερα, γεγονός που καταδεικνύει ότι η συντριπτική πλειοψηφία τοποθετεί την απόδοσή της είτε στον μέσο όρο είτε ελαφρώς πάνω ή κάτω από αυτόν.