Οι επιστήμονες μόλις τώρα αρχίζουν να καταλαβαίνουν τις επιπτώσεις που είχε στον Κόλπο του Μεξικού η τεράστια πετρελαιοκηλίδα που προκλήθηκε από το δυστύχημα στην εξέδρα Ντιπγουότερ Οράιζον της πετρελαϊκής εταιρείας BP, την περασμένη άνοιξη.

Μολονότι αρχικά είχε απαγορευτεί η αλιεία στο 37% των αμερικανικών χωρικών υδάτων στον Κόλπο, σήμερα μόνο το 1% παραμένει “απαγορευμένη περιοχή” και αφορά την έκταση ακριβώς πάνω από το σημείο όπου βρίσκεται το φρέαρ της πετρελαιοπηγής, όπως δήλωσε ο Έρικ Σουάμπ, ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Αλιείας της Εθνικής Διοίκησης Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA).

Πρόσφατα ευρήματα ωστόσο, όπως νεκρά ή ετοιμοθάνατα κοράλια σε μεγάλο βάθος, καθιστούν σαφές ότι οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν τι συνέπειες θα έχει τελικά η πετρελαιοκηλίδα, η χειρότερη ενδεχομένως θαλάσσια οικολογική καταστροφή στην ιστορία.

«Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα ευαίσθητα οικοσυστήματα και τους πληθυσμούς των ψαριών, των γαρίδων, των καβουριών, των θαλάσσιων χελώνων και των θηλαστικών, ακόμη είμαστε στα πρώτα στάδια της κατανόησής μας», είπε ο Σουάμπ σε συνέντευξη που έδωσε μετά την ομιλία του στο 13ο Διεθνές Συνέδριο Αποκατάστασης Οστρακόδερμων.

Στις αρχές του μήνα η ΝΟΑΑ είχε ανακοινώσει ότι ένα από τα ερευνητικά σκάφη της εντόπισε νεκρά και ετοιμοθάνατα κοράλια σε βάθος 1370 μέτρων και σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων από την πετρελαιοπηγή απ’ όπου, από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα μέσα Ιουλίου, χύθηκαν στη θάλασσα περισσότερα από 4 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου.

Τα κοράλια ήταν καλυμμένα «με μια καφετιά ουσία», αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΝΟΑΑ.

Να σημειωθεί πάντω ότι ο Σουάμπ έκρινε “πολύ ασφαλή” για κατανάλωση τα θαλασσινά που προέρχονται από τον Κόλπο του Μεξικού. “Ελέγχονται καλά, είναι ίσως μεταξύ των καλύτερα ελεγμένων θαλασσινών στον κόσμο σήμερα”, τόνισε.