Η κλιματική αλλαγή έκανε δέκα φορές πιο πιθανή την καταιγίδα Daniel που προκάλεσε την πρωτοφανή πλημμύρα στη Θεσσαλία, εκτιμά διεθνής μελέτη, με τους ερευνητές να εκτιμούν ότι φαινόμενα ανάλογης έντασης θα πλήττουν τη Νότια Ευρώπη έως και μία φορά ανά 80 χρόνια.

Για την περιοχή της Λιβύης, όπου εκατοντάδες κτήρια και χιλιάδες άνθρωποι παρασύρθηκαν στη θάλασσα μετά την κατάρρευση δύο φραγμάτων, η κλιματική αλλαγή αύξησε την πιθανότητα τέτοιων ακραίων βροχοπτώσεων κατά 50 φορές, υπολογίζει η μελέτη του World Weather Attribution, διεθνούς ερευνητικής κοινοπραξίας που εξετάζει τον ρόλο της κλιματικής αλλαγής σε συγκεκριμένα καιρικά φαινόμενα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, η καταστροφή πήρε μεγάλες διαστάσεις και λόγω της αποδάσωσης, δεδομένου ότι η βλάστηση συγκρατεί τα νερά και μειώνει τον κίνδυνο πλημμύρας, γράφει σε δελτίο Τύπου η ερευνητική ομάδα, στην οποία συμμετείχαν δύο ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ο Κώστας Λαγουβάρδος και η Βασιλική Κοτρώνη.

Η άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει την εξάτμιση και τον όγκο της βροχής

Στη δε Λιβύη, οι επιπτώσεις μεγεθύνθηκαν λόγω της έλλειψης συντήρησης στα δύο φράγματα που κατέρρευσαν έξω από την πόλη Ντέρνα, της οποίας το ένα τέταρτο παρασύρθηκε στη θάλασσα από τα ορμητικά νερά.  Επιπλέον, οι συνεχείς συγκρούσεις στη χώρα εμποδίζουν τον σχεδιασμό για την αντιμετώπιση κλιματικών κινδύνων.

«Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων, και η πολύ ισχυρή βροχόπτωση που επιδεινώθηκε λόγω της κλιματικής αλλαγής, οδήγησαν στην ακραία καταστροφή» γράφουν οι ερευνητές.

Η μελέτη βασίστηκε σε υπολογιστικά μοντέλα για να συγκρίνει την πιθανότητα ακραίων επεισοδίων βροχόπτωσης με και χωρίς την επίδραση της κλιματικής αλλαγής, η οποία έχει ήδη αυξήσει τη μέση θερμοκρασία της Γης κατά 1,2 βαθμούς Κελσίου.

Μεταξύ άλλων η άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει την εξάτμιση και τη συγκέντρωση υδρατμών στην ατμόσφαιρα, κάτι που αυξάνει τον όγκο της βροχής, ενώ η υψηλή θερμοκρασία των επιφανειακών υδάτων, στη συγκεκριμένη περίπτωση στη Μεσόγειο, αυξάνει την ενέργεια που συγκεντρώνουν οι καταιγίδες.

Για την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία, τις τρεις χώρες που χτυπήθηκαν πρώτες, η κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι έκανε τα φαινόμενα σαν τον Daniel έως και 10 φορές πιο συχνά και έως 40% πιο έντονα. Στη Λιβύη, η πιθανότητα αυξήθηκε έως και 50 φορές και η ένταση έως κατά 50%.

Στις σημερινές συνθήκες, εκτιμά η μελέτη, τέτοια φαινόμενα πρέπει να αναμένονται στην κεντρική Ελλάδα κάθε 80 έως 250 χρόνια, ενώ στη Λιβύη κάθε 300 με 600 χρόνια.

Οι ερευνητές τονίζουν ωστόσο ότι ο βαθμός αβεβαιότητας είναι μεγάλος στους υπολογισμούς.

«Τα ακραία ποσά βροχοπτώσεων που έπληξαν την κεντρική Ελλάδα και οι καταστροφικές τους επιπτώσεις αποτελούν ένα κομβικό σημείο προς την κατεύθυνση ανάγκης επανασχεδιασμού των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης τα οποία να είναι προσανατολισμένα στις επιπτώσεις, της ικανότητα απόκρισης της Πολιτικής Προστασίας και των υποδομών ώστε να είναι περισσότερο ανθεκτικές στην εποχή της κλιματικής αλλαγής», δήλωσε η διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Βασιλική Κοτρώνη.

Στην Μεσόγειο που αποτελεί “hotspot” «των κινδύνων που τροφοδοτούνται από την κλιματική αλλαγή» αναφέρθηκε η Λέκτορας στην Επιστήμη του Κλίματος στο Grantham Institute – Climate Change and the Environment, Imperial College London Friederike Otto, . «Η Μεσόγειος είναι ένα hotspot των κινδύνων που τροφοδοτούνται από την κλιματική αλλαγή. Μετά από ένα καλοκαίρι καταστροφικών καυσώνων και πυρκαγιών με πολύ σαφές αποτύπωμα της κλιματικής αλλαγής, η ποσοτικοποίηση της συμβολής της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε αυτές τις πλημμύρες αποδείχθηκε πιο δύσκολη. Αλλά δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία ότι η μείωση της ευπάθειας και η αύξηση της ανθεκτικότητας σε όλους τους τύπους ακραίων καιρικών συνθηκών είναι υψίστης σημασίας για τη διάσωση ζωών στο μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Από την πλευρά της η διευθύντρια στο Κέντρο Κλίματος του Ερυθρού Σταυρού/Ερυθράς Ημισελήνου Julie Arrighi, , δήλωσε: «Αυτή η καταστροφική καταστροφή δείχνει πώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή συνδυάζονται με ανθρώπινους παράγοντες για να δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερες επιπτώσεις, καθώς περισσότεροι άνθρωποι, περιουσιακά στοιχεία και υποδομές είναι εκτεθειμένοι και ευάλωτοι σε πλημμυρικούς κινδύνους. Ωστόσο, υπάρχουν πρακτικές λύσεις που μπορούν να μας βοηθήσουν να αποτρέψουμε αυτές τις καταστροφές από το να γίνουν κανονικότητα, όπως η ενισχυμένη διαχείριση έκτακτης ανάγκης, οι βελτιωμένες προγνώσεις και τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης με βάση τις επιπτώσεις και ο σχεδιασμός υποδομών για το μελλοντικό κλίμα».