Η πλειονότητα των Γερμανών επισκόπων και εκπροσώπων των λαϊκών Καθολικών οργανώσεων, στη σύνοδο που συγκάλεσαν, τάχθηκαν υπέρ της ευλογίας των γάμων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου στις Καθολικές εκκλησίες της χώρας.

Με την απόφαση αυτή, οι Γερμανοί Καθολικοί αψηφούν για άλλη μια φορά το Βατικανό, το οποίο θεωρεί «αμαρτία» την ομοφυλοφιλία.

Το 2021 και το 2022 ορισμένοι ιερείς οργάνωσαν τελετές σε όλη τη Γερμανία για ζευγάρια ανδρών και γυναικών. Η σημερινή ψηφοφορία είχε ως στόχο να διευρύνει το κίνημα αυτό.

Από τους εκπροσώπους οργανώσεων που συμμετείχαν στη σύνοδο, οι 176 τάχθηκαν υπέρ της ευλογίας των γάμων ομοφυλόφιλων, 14 κατά και 12 απείχαν. Η πρόταση δηλαδή εγκρίθηκε με ποσοστό 92,6%. Οι περισσότεροι επίσκοποι τάχθηκαν επίσης υπέρ: 38 έδωσαν θετική ψήφο, 9 αρνητικοί και 12 απείχαν.

Στις περιφέρειές τους, οι επίσκοποι είναι πάντως ελεύθεροι να πράξουν όπως νομίζουν, παρά τη σημερινή απόφαση. Αυτό σημαίνει πως όσοι διαφωνούν με τους γάμους ομοφυλοφίλων μπορούν να αρνηθούν να τους τελέσουν.

Το 2021 η Συνέλευση των Καρδιναλίων για το Δόγμα της Πίστεως – πλέον έχει μετονομαστεί σε Δικαστήριο – δημοσίευσε μια απόφασή της στην οποία επαναλάμβανε ότι θεωρεί την ομοφυλοφιλία «αμαρτία» και επιβεβαίωνε ότι τα ζευγάρια του ίδιου φύλου δεν μπορούν να μετέχουν στο μυστήριο του γάμου. Τον Ιανουάριο του 2022, περίπου εκατό Γερμανοί ομοφυλόφιλοι Καθολικοί, ιερείς ή άλλα πρόσωπα που απασχολούνται στις ενορίες, είχαν καταγγείλει την πολιτική των «διακρίσεων» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενός από τους σημαντικότερους εργοδότες της χώρας.

Μολονότι ο αριθμός των πιστών μειώνεται, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία παραμένει η μεγαλύτερη στη Γερμανία και ακολουθούν οι Προτεσταντικές Εκκλησίας.

Το προοδευτικό κίνημα επιδιώκει επίσης να τερματιστεί η αγαμία για τους ιερείς και να χειροτονούνται και γυναίκες ως διάκονοι.

Σύμφωνα με το Γερμανικό Πρακτορείο Καθολικών Ειδήσεων (KNA), οι ευλογίες θα επιτρέπονται επίσης για όσους έχουν παντρευτεί με πολιτικό γάμο.

Τα τρία χρόνια για να τεθεί σε ισχύ η αλλαγή έχουν ως σκοπό, μεταξύ άλλων, να υπάρξει χρόνος προκειμένου να δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη τελετή ευλογίας με τη συμμετοχή επισκόπων.