Ο φόνος στην Τουρκία ενός Σαουδάραβα δημοσιογράφου, η απαγωγή στην Ταϊλάνδη ενός γεννημένου στην Κίνα Σουηδού πολίτη, η σύλληψη στις ΗΠΑ ενός Ρώσου αιτούντα άσυλο. Σύμφωνα με έκθεση της αμερικανικής μη κυβερνητικής οργάνωσης Freedom Ηοuse, η οποία δημοσιεύθηκε σήμερα, όλα αυτά καταδεικνύουν την αυξητική τάση των χωρών να επεκτείνουν την καταστολή τους στο εξωτερικό.

Η έκθεση αναφέρεται σε 608 περιπτώσεις «διασυνοριακής καταστολής» που διεξήγαγαν 31 χώρες από το 2014, κυρίως η Κίνα και η Τουρκία. Επικεντρώνεται στις χώρες που παρενοχλούν συστηματικά τους αντιφρονούντες και καταγγέλλει την αυξανόμενη ατιμωρησία τους.

Οι χώρες αυτές εκμεταλλεύονται το διεθνές δίκαιο, ασκούν διμερείς πιέσεις, επωφελούνται από την παρακολούθηση μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης και επιδίδονται σε παρενόχληση ή εκφοβισμό εναντίον αντιφρονούντων ή ακτιβιστών που έχουν αναζητήσει καταφύγιο στο εξωτερικό, αναφέρει η έρευνα της ΜΚΟ που χρηματοδοτείται από την αμερικανική κυβέρνηση και ειδικεύεται στα ανθρώπινα δικαιώματα.

«Σε κάθε μία από τις αναφερόμενες περιπτώσεις οι αρχές της χώρας καταγωγής επιτέθηκαν σωματικά σε άτομα που ζούσαν στο εξωτερικό μέσω συλλήψεων, επιθέσεων ή εκφοβισμού, απέλασης ή παράνομης έκδοσης, ακόμη και μέσω δολοφονιών», τονίζει.

Δολοφονίες και παρενοχλήσεις

Κάποιες δολοφονίες τράβηξαν την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης, όπως αυτή του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κάσόγκι στο προξενείο της χώρας του στην Κωνσταντινούπολη το 2018 από πράκτορες της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας.

Όμως και άλλες μέθοδοι καταστολής έχουν αναχθεί «σε κοινές και θεσμοθετημένες πρακτικές», επισημαίνει η έκθεση του Freedom House, η οποία αναφέρεται σε περιορισμούς και ακυρώσεις διαβατηρίων προκειμένου να περιοριστούν οι μετακινήσεις ενός πολίτη στο εξωτερικό, σε διαδικτυακή παρενόχληση, σε χρήση λογισμικών παρακολούθησης και σε απειλές εναντίον μελών της οικογένειας του αντιφρονούντα που παραμένουν στη χώρα.

Η Κίνα, που αναφέρεται ως η χειρότερη χώρα στο θέμα, χρησιμοποιεί μεθοδικά όλα τα μέσα που διαθέτει εναντίον των αντιφρονούντων και των ακτιβιστών στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με την έκθεση, το Πεκίνο έχει ασκήσει μεγάλες πιέσεις στην Ταϊλάνδη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Κένυα για να πετύχει την έκδοση ή την απέλαση εκατοντάδων Ουιγούρων, ενώ έφτασε στο σημείο να απαγάγει εξόριστους ακτιβιστές, όπως ο Γκούι Μινχάι, ένας βιβλιοπώλης Σουηδικής καταγωγής που απήχθη το 2015 από την Ταϊλάνδη και οδηγήθηκε στην Κίνα.

Η Τουρκία έρχεται στη δεύτερη θέση, κυρίως μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, με μια εκστρατεία που ξεχωρίζει «λόγω της έντασής της, της γεωγραφικής της έκτασης και της ταχύτητας με την οποία αναπτύχθηκε».

Στόχος της εκστρατείας αυτής είναι κυρίως φερόμενα μέλη του δικτύου του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα θεωρεί εγκέφαλο του πραξικοπήματος. Η Τουρκία έχει καταφύγει σε φόνους, εκδώσεις ατόμων, σωματικές απειλές και “ελέγχους κίνησης” με την ακύρωση διαβατηρίων.

Άλλες χώρες που αναφέρονται ιδιαίτερα στην έκθεση της Freedom House είναι το Ουζμπεκιστάν, η Ρουάντα, η Ρωσία, το Τατζικιστάν, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και η Ταϊλάνδη.

Περίπου δέκα χώρες –ανάμεσά τους η Κίνα, η Ρωσία και η Τουρκία– εκμεταλλεύθηκαν μάλιστα την Interpol. «Εκδίδοντας προειδοποιήσεις με αβάσιμα στοιχεία τα καθεστώτα μπορούν να επιτύχουν τη σύλληψη ή την έκδοση εξόριστων, οι οποίοι σε κάποιες περιπτώσεις είναι αναγνωρισμένοι ως πρόσφυγες», τονίζεται στην έκθεση.

Σε δύο περιπτώσεις η Ρωσία εξέδωσε «κόκκινες προειδοποιήσεις» (αιτήματα για σύλληψη ή έκδοση) εναντίον δύο επιχειρηματιών που είχαν ζητήσει να λάβουν άσυλο στις ΗΠΑ και οι οποίοι κρατήθηκαν επί περισσότερο από ένα χρόνο από την αμερικανική υπηρεσία μετανάστευσης.