Ο Άντερς Μπέρινγκ Μπράιβικ έβγαζε πολεμικές ιαχές την ώρα που διέπραττε τη σφαγή στο νησί Ουτόγια. Αυτό κατέθεσε σήμερα μια 17χρονη που επέζησε από το μακελειό και η οποία οφείλει τη σωτηρία της στα πτώματα που την κάλυπταν.

Η διανοητική υγεία του Μπράιβικ είναι το κεντρικό θέμα της δίκης που γίνεται για να καθοριστεί η τύχη του –άσυλο ή φυλακή– και οι μαρτυρίες των επιζώντων παίζουν καθοριστικό ρόλο για να σχηματιστεί μια εικόνα για τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της σφαγής.

Ο 33χρονος Μπράιβικ ο οποίος κρίθηκε ότι πάσχει από ψύχωση σε μια πρώτη επίσημη εκτίμηση, την οποία αργότερα ήρθε να ανασκευάσει άλλη εκτίμηση ειδικών, η οποία κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα, θέλει να κριθεί ποινικά υπεύθυνος γιατί δεν θέλει να δει να ακυρώνεται η ιδεολογία του από μια διάγνωση.

Κατά την 20ή ημέρα της δίκης του, η Ίνγκβιλντ Λέρεν Στένσρουντ διηγήθηκε ότι αφού χτυπήθηκε από σφαίρα στο μηρό και στον ώμο καθώς βρισκόταν στην καφετέρια του Ουτόγια, προσποιήθηκε τη νεκρή, προστατευμένη από τα πτώματα των φίλων της που είχαν σκοτωθεί από τον Μπράιβικ και την κάλυπταν.

Όταν απομακρύνθηκαν οι πυροβολισμοί, η νεαρή είπε ότι άκουσε κάτι που έμοιαζε με πολεμικές ιαχές, χωρίς ωστόσο να μπορεί να διακρίνει τι ήταν αυτό που λεγόταν. «Άκουσα κραυγές, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε» είπε.

Η 17χρονη αρχικά πίστευε ότι ο Μπράιβικ δεν ήταν μόνος του. «Νόμιζα ότι αντάλλασσαν μηνύματα μεταξύ τους, αλλά όταν συνειδητοποίησα ότι ήταν μόνος του, νομίζω ότι η κραυγή ήταν πράγματι μια πολεμική ιαχή», κατέθεσε.

Ο Μπράιβικ, πρόσθεσε, βεβαιωνόταν ότι τα θύματά του ήταν νεκρά ρίχνοντας μια σφαίρα στα κεφάλια του ενός μετά του άλλου.

Στη συνέχεια, η Στένσρουντ άκουσε πολλά κινητά τηλέφωνα που χτυπούσαν, αλλά έμεναν αναπάντητα.

Ακινητοποιημένη κάτω από ένα πτώμα, εκείνη χρησιμοποίησε το κινητό τηλέφωνο ενός θύματος που ήταν δίπλα της για να ειδοποιήσει την οικογένειά της, αλλά δεν βρήκε τη δύναμη να απαντήσει στο ίδιο τηλέφωνο όταν αυτό χτύπησε με την ένδειξη «μαμά» στην οθόνη.

«Εκείνη την ώρα έσπρωξα μακριά το τηλέφωνο» είπε.

Η 17χρονη επιζήσασα πρόσθεσε ότι είχε προσπαθήσει να βρει καταφύγιο στην καφετέρια, όπου είχε κρυφτεί πίσω από ένα πιάνο, μόνο για να παγιδευτεί εκεί την ώρα που ο Μπράιβικ πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο στο μικρό κτίριο, σκοτώνοντας πάνω από 12 ανθρώπους.

«Προσπάθησα να φτάσω στην πόρτα πίσω από άλλους, οι οποίοι όταν πυροβολήθηκαν έπεσαν πάνω μου. Ένας κειτόταν πάνω στο στήθος μου» κατέθεσε κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία θα συνεχιστεί ως τα μέσα Ιουνίου. «Πολλοί είχαν πυροβοληθεί και κείτονταν στο έδαφος. Δίπλα μου ένας άνδρας έβηχε βγάζοντας αίμα» είπε.

Αυτός ο άνδρας, ο Γκλεν Μάρτιν Βάλντενστρομ κατέθεσε στο δικαστήριο ότι ο Μπράιβικ έδειχνε ταυτοχρόνως χαρούμενος και θυμωμένος.

«Το πρόσωπό του φανέρωνε διαστροφή» είπε ο 20χρονος, ο οποίος επέζησε αφού πυροβολήθηκε στο πρόσωπο. «Έδειχνε θυμωμένος και χαμογελούσε ταυτοχρόνως» πρόσθεσε, αφού ζήτησε από το δικαστήριο να οδηγηθεί ο Μπράιβικ έξω από την αίθουσα, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να καταθέσει με αυτόν παρόντα.

Ο Μπράιβικ έχει δηλώσει ότι αρχικά προσπάθησε να δώσει τέλος στη σφαγή όταν έφυγε από την καφετέρια, παίρνοντας τηλέφωνο την αστυνομία από το κινητό ενός θύματος. Ωστόσο αναγκάστηκε να αφήσει μήνυμα. Στη συνέχεια εξακολούθησε να σκοτώνει, φωνάζοντας «θα πεθάνετε σήμερα, Μαρξιστές» και αγνοώντας τις εκκλήσεις για έλεος από τους ανθρώπους που ικέτευαν για τη ζωή τους.

Αν κριθεί διανοητικά υγιής, ο Μπράιβικ αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης 21 ετών, η οποία μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον για όσο καιρό κρίνεται επικίνδυνος.

Μολονότι ομολόγησε ότι είναι ο δράστης των δύο επιθέσεων που προκάλεσαν το θάνατο συνολικά 77 ανθρώπων στις 22 Ιουλίου του 2011 στη Νορβηγία, ο Μπράιβικ αποφάσισε να δηλώσει αθώος, σημειώνοντας ότι η πράξη του ήταν «ανελέητη, αλλά απαραίτητη».