Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς την αναγγελία του προέδρου Ομπάμα στις αρχές του χρόνου στο Πεντάγωνο ότι θα μειώσει τον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας του, και κατά συνέπεια το μέγεθος των ενόπλων της δυνάμεων.

Σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, ο Ομπάμα είναι ο «έλλογος οικονομικός άνδρας». Οι μειώσεις στις στρατιωτικές δαπάνες είναι φυσιολογικές και προβλέψιμες. Με δεδομένο το σημερινό έλλειμμα, θα πρέπει και ο στρατός να λάβει μέρος στη νέα εποχή της λιτότητας. Πολύ περισσότερο που λαμβάνουν τέλος οι επιχειρήσεις τόσο στο Ιράκ όσο και στα σύνορα του Αφγανιστάν με το Πακιστάν.

Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η μείωση των αμυντικών δαπανών θα αποτελέσει καταστροφή σ’αυτόν τον απρόβλεπτο κόσμο. Κι όχι μόνο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και για τους φίλους και συμμάχους τους, που στηρίζονται στην Ουάσινγκτον για να τους προσφέρει μια αμυντική ομπρέλα.

Τι θα συμβεί αν η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν αρχίζει να κινείται επιθετικά εναντίον των γειτόνων της; Αν η Αίγυπτος βυθιστεί στο χάος; Αν το Ισραήλ ξεκινήσει έναν πόλεμο με το Ιράν; Αν το Ιράν αποκλείσει τα στενά του Χορμούζ; Αν κλιμακωθεί η αντιπαράθεση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν; Αν καταρρεύσει η Βόρεια Κορέα ή επιτεθεί στη Νότια Κορέα; Αν η Κίνα κινηθεί επιθετικά εναντίον της Ταϊβάν ή στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας; Είναι σωστό αυτήν ακριβώς την περίοδο να προβεί η Αμερική σε σοβαρές περικοπές στις στρατιωτικές της δαπάνες;

Και οι δύο αυτές απόψεις είναι θεμιτές, γράφει στους Νιου Γιορκ Τάιμς ο ιστορικός Πολ Κένεντι, συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου «Η άνοδος και η πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων». Και οι δύο θα έπρεπε να έχουν συζητηθεί εκτενώς. Το κακό είναι ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν σήμερα λίγοι που γνωρίζουν από στρατηγικές υποθέσεις.

Ο ιστορικός αναλαμβάνει λοιπόν να καταθέσει δύο δικές του σκέψεις. Η πρώτη είναι ότι οι ΗΠΑ ενδέχεται να επιστρέφουν στη «φυσική» τους θέση στον κόσμο, ύστερα από 70 χρόνια τεχνητής κυριαρχίας. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι λογικό σε μια χώρα με το 4,5% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 20% της παγκόσμιας παραγωγής να αντιστοιχεί εδώ και χρόνια το ήμισυ των στρατιωτικών δαπανών του πλανήτη.

Η δεύτερη σκέψη είναι ότι παρόλο που η Αμερική περιορίζει την εμπλοκή της στο Αφγανιστάν, που δεν οδηγεί πουθενά, διατηρεί όλες τις άλλες δεσμεύσεις της. Παραμένει αποφασισμένη να παίξει σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Εξακολουθεί να στηρίζει το Ισραήλ. Είναι διατεθειμένη να εμποδίσει ένα πυρηνικό Ιράν. Διατηρεί τις δεσμεύσεις της στη Δυτική Ευρώπη, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, την Αυστραλία, ενδεχομένως την Ινδονησία.

Πολλές ακόμη χώρες θα σπεύσουν να προστεθούν σ’ αυτόν τον κατάλογο. Και οι κυβερνήσεις τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών δυσκολεύονται να πουν όχι.

Ίσως θα έπρεπε να διδαχθούν από τον Λόρδο Σάλισμπουρι, ο οποίος στα τέλη του 19ου αιώνα είχε προτείνει στους Άγγλους να παραιτηθούν από τις δεσμεύσεις τους στην Κωνσταντινούπολη και να συγκεντρωθούν στην οικοδόμηση της βρετανικής εξουσίας στην Αίγυπτο.

Ο άνθρωπος ήταν ρεαλιστής. Αλλά δεν υπάρχουν πολλοί Σάλισμπουρι τη σημερινή εποχή. Ίσως μετά τον Κίσινγκερ και, ενδεχομένως, την πρώτη κυβέρνηση Μπους, να μην έχει υπάρξει στην Ουάσινγκτον ένας πολιτικός που να σκέφτεται με στρατηγικούς όρους.