Η Τουρκία και όχι το Ιράν σύμφωνα με την New York Times αποκομίζει τα μεγαλύτερα κέρδη από το κύμα των αντι-ισραηλινών αισθημάτων που ανέκυψαν από την φονική επιδρομή του Ισραήλ εναντίον του τουρκικού πλοίου Mavi Marmara. Οι συντάκτες Έλιοτ Χεν-Τοβ και Μπέρναρντ Χαϊκέλ υποστηρίζουν ότι τώρα η Τουρκία φαντάζει ως μια σύγχρονη, δημοκρατική χώρα που τα βάζει με το Ισραήλ και αντιτίθεται στην Αμερική σε αντίθεση με το συντηρητικό Ιράν.

Αν και σε μια πρώτη ματιά φαίνεται να απογοητεύει το «καλό παιδί» και παραδοσιακός σύμμαχος Τουρκία τους Αμερικανούς από την άλλη μάλλον βγαίνει κερδισμένη τώρα που ηγετικό ρόλο στον σουνιτικό αραβικό κόσμο αναλαμβάνει η Τουρκία και όχι το σιιτικό, αυταρχικό Ιράν ή τα ανεπαρκή αραβικά καθεστώτα του Κόλπου.

Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται ως υποστηρικτής της παλαιστινιακής πλευράς με ενισχυμένο το κύρος στο εσωτερικό της χώρας αλλά και διεθνώς ενώ η Τουρκία θεωρείται βασικός πρωταγωνιστής στην χαλάρωση του αποκλεισμού της Γάζας.

Αν και ο πρόεδρος Αχμαντινετζάντ έστειλε δικά του πλοία στη Γάζα και προσφέρθηκε παράλληλα να στείλει Φρουρούς της Επανάστασης για να συνοδεύσουν άλλα πλοία που προσπαθούν να σπάσουν τον αποκλεισμό, η Χαμάς απέρριψε δημοσίως αυτή την πρόταση. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μια δημοσκόπηση ενός ερευνητικού παλαιστινιακού ινστιτούτου έδειξε ότι το 43% των Παλαιστινίων θεωρούν την Τουρκία υπ’αριθμόν ένα υποστηρικτή τους, ενώ μόλις 6% το Ιράν.

Ο Ερντογάν κατάφερε να μετατρέψει την Τουρκία στο βασικό μεσάζοντα ανάμεσα στον ισλαμικό κόσμο, το Ισραήλ και τη Δύση. Στο πρόσωπό του άλλωστε οι Άραβες βλέπουν ένα πιστό Σουνίτη, ένα δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη μιας δυναμικής και σύγχρονης χώρας που είναι μέλος τόσο του G20 όσο και του ΝΑΤΟ.

Πηγή: New York Times