Ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ανώτατος ηγέτης του Ιράν, επανεμφανίστηκε δημόσια τον περασμένο Οκτώβριο για πρώτη φορά έπειτα από πέντε χρόνια, απευθύνοντας ένα μήνυμα γεμάτο αποφασιστικότητα. «Το Ισραήλ δεν θα αντέξει για πολύ», δήλωσε μπροστά σε χιλιάδες υποστηρικτές του σε ένα τζαμί της Τεχεράνης, στέλνοντας σαφές μήνυμα σύγκρουσης.
Μερικές ημέρες πριν, ο στρατός του Ισραήλ είχε σκοτώσει με αεροπορικό πλήγμα τον επί χρόνια σύμμαχο του Χαμενεΐ, Χασάν Νασράλα, επικεφαλής της Χεζμπολάχ. Η απώλεια αποτέλεσε βαρύ προσωπικό πλήγμα για τον Ιρανό ηγέτη.
Η απάντηση της Τεχεράνης δεν άργησε: μπαράζ πυραύλων και drones στάλθηκαν προς το Τελ Αβίβ, σε μια επίδειξη ισχύος. Όμως η ισραηλινή αεροπορική υπεροχή και η αναποτελεσματικότητα της ιρανικής αεράμυνας έδειξαν τα όρια της στρατιωτικής ισχύος του καθεστώτος. Ο συνασπισμός φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών που ο Χαμενεΐ είχε οικοδομήσει μεθοδικά τις τελευταίες δεκαετίες φάνηκε να καταρρέει.
Ο 84χρονος ηγέτης, ένας σκληροπυρηνικός επαναστάτης με φήμη πραγματιστή, βρίσκεται πλέον με ελάχιστες στρατηγικές επιλογές στο τραπέζι, κατάσταση που -σύμφωνα με τον Guardian– προσπάθησε σε όλη τη σταδιοδρομία του να αποφύγει.

Από τη σκιά στην κορυφή: Η άνοδος του Χαμενεΐ
Γεννημένος στην πόλη Μασχάντ, ο Αλί Χαμενεΐ ήταν γιος ενός ταπεινού κληρικού. Κατά τα πρώτα του πολιτικά και πνευματικά βήματα, στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, εντάχθηκε ενεργά στο ιδεολογικό ρεύμα της εποχής. Ως φοιτητής στη θεολογική σχολή του Κομ, εντάχθηκε στον σιιτικό ακτιβισμό και ασπάστηκε τις ιδέες του εξόριστου τότε Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί.
Ως νεαρός σπουδαστής θεολογίας στην πόλη Κομ -το πνευματικό και ιδεολογικό προπύργιο του σιιτικού Ισλάμ στο Ιράν- ο Αλί Χοσεϊνί Χαμενεΐ αφοσιώθηκε στη μελέτη της παράδοσης, αλλά και στην αποδοχή της ανατρεπτικής σκέψης του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Μουσαβί Χομεϊνί, του ηγέτη της συντηρητικής θρησκευτικής αντιπολίτευσης. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ο Χομεϊνί βρισκόταν στην εξορία, ο Χαμενεΐ είχε ήδη μετατραπεί σε έμπιστο σύνδεσμο και συνεργάτη του. Εκτελούσε μυστικές αποστολές εκ μέρους του και συνέβαλε στη δημιουργία δικτύων ισλαμιστικού ακτιβισμού εντός και εκτός του Ιράν, σε μια περίοδο αυξανόμενης έντασης με το φιλοδυτικό καθεστώς του Σάχη.
Παρότι δηλωμένος θαυμαστής της δυτικής λογοτεχνίας -με ιδιαίτερη προτίμηση σε συγγραφείς όπως ο Λέων Τολστόι, ο Βίκτωρ Ουγκώ και ο Τζον Στάινμπεκ- ο νεαρός Αλί Χοσεϊνί Χαμενεΐ επηρεάστηκε βαθιά από τις αντιαποικιακές ιδεολογίες και το έντονο αντιδυτικό πνεύμα που χαρακτήριζαν τη δεκαετία του 1960. Ήρθε σε επαφή με στοχαστές που επιχείρησαν να συνδυάσουν τον ισλαμισμό με τον μαρξισμό, αναζητώντας νέες ιδεολογικές φόρμες. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για έργα που καυτηρίαζαν τη «δυτικοποίηση» του Ιράν και μετέφρασε στα φαρσί κείμενα του Σαγίντ Κουτμπ, του Αιγύπτιου ισλαμιστή θεωρητικού που ενέπνευσε γενιές ριζοσπαστών.
Εκτός από το γεγονός ότι φυλακίστηκε πολλές φορές από τις διαβόητες υπηρεσίες ασφαλείας του Σάχη, ο Αλί Χοσεϊνί Χαμενεΐ κατάφερε να συμμετάσχει στις μαζικές αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις του 1978, που οδήγησαν στην πτώση του Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί και επέτρεψαν την επιστροφή του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Μουσαβί Χομεϊνί από την εξορία. Υπό την προστασία του σκληροπυρηνικού κληρικού, ο Χαμενεΐ ανέβηκε γρήγορα στην «πυραμίδα» της νέας ισλαμικής εξουσίας. Το 1981, αφού επέζησε από βομβιστική επίθεση που του προκάλεσε μόνιμη παράλυση στο δεξί του χέρι, εξελέγη πρόεδρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας – σε μια κατ’ ουσίαν συμβολική, αλλά πολιτικά καθοριστική θέση.
Όταν ο Χομεϊνί πέθανε το 1989, ο Χαμενεΐ αναδείχθηκε διάδοχός του, αφού προηγουμένως είχε αλλάξει το σύνταγμα, ώστε να επιτρέψει την ανάληψη της θέσης από πρόσωπο χωρίς κορυφαία θρησκευτικά προσόντα. Οι εξουσίες του νέου ανώτατου ηγέτη ήταν σημαντικά ενισχυμένες. Ο ίδιος αξιοποίησε γρήγορα αυτές τις εξουσίες για να εδραιώσει τον έλεγχό του στον εκτεταμένο και κατακερματισμένο μηχανισμό του μετεπαναστατικού ιρανικού κράτους.

Οικοδόμηση ενός σκιώδους συστήματος εξουσίας – Το παρασκήνιο της κυριαρχίας
Μια βασική πηγή της εξουσίας του Χαμενεΐ ήταν το «Σώμα Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης» (IRGC), που αποτελούσε την «καρδιά» του νέου καθεστώτος και μια ισχυρή στρατιωτική, κοινωνική και οικονομική δύναμη. Ωστόσο, όπως πάντα, φρόντιζε να καλλιεργεί και άλλους ισχυρούς συμμάχους.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση του, εξοντώνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους και ανταμείβοντας τους πιστούς του. Ακόμα και οι ποιητές που κάποτε θαύμαζε έγιναν στόχοι των υπηρεσιών ασφαλείας, ενώ οι αντιφρονούντες στο εξωτερικό δέχτηκαν σκληρή καταδίωξη. Παράλληλα, ενίσχυσε τη σχέση με τη Χεζμπολάχ, για την οποία το IRGC είχε συμβάλει στην ίδρυσή της μετά την επανάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, ακολουθούσε τη στρατηγική να προωθεί με ρεαλισμό τις άκαμπτες αρχές του σχεδίου που του κληροδότησε ο εκλιπών μέντοράς του.
Το 1997, όταν ο μεταρρυθμιστής Μοχάμαντ Χατάμι κέρδισε με σαρωτική νίκη την προεδρία, ο Χαμενεΐ του επέτρεψε κάποιου είδους ελευθερία δράσης, χωρίς όμως να πάψει να εργάζεται σκληρά και συχνά δυναμικά για να προστατέψει τον πυρήνα του καθεστώτος και την ιδεολογία του από κάθε σοβαρή αμφισβήτηση.

Η αρχή του τέλους
Ο Χαμενεΐ δεν εμπόδισε, ωστόσο, τον Χατάμι να προσεγγίσει την Ουάσιγκτον σε μια προσπάθεια που τελικά απέτυχε να βελτιώσει τις σχέσεις μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ακολουθώντας το παράδειγμα του Χομεϊνί, αποκήρυξε τα όπλα μαζικής καταστροφής.
Παράλληλα, υποστήριξε τις προσπάθειες του IRGC να αποδυναμώσουν τις αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ μετά την εισβολή του 2003 και να επεκτείνουν την ιρανική επιρροή στη γειτονική χώρα. Αυτό σήμανε την περαιτέρω εφαρμογή της στρατηγικής του να βασίζεται σε πληρεξούσιους για την προβολή ισχύος σε ολόκληρη την περιοχή, καθώς και την αποτροπή και την απειλή του Ισραήλ, που οι επαναστάτες του 1979 είχαν ονομάσει «Μικρό Σατανά», σε αντιδιαστολή με τον «Μεγάλο Σατανά», δηλαδή τις ΗΠΑ.
Ο Χαμενεΐ αντιμετώπισε με σκεπτικισμό την πυρηνική συμφωνία που διαπραγματεύτηκαν επίπονα οι Ιρανοί αξιωματούχοι με τις ΗΠΑ και άλλους, αλλά δεν αντιτάχθηκε στην εφαρμογή της το 2015. Οι αναλυτές διαφωνούν ως προς το αν προσπάθησε να συγκρατήσει ή να ενθαρρύνει τους σκληροπυρηνικούς του IRGC, οι οποίοι επιδίωκαν την απόκτηση πυρηνικού όπλου από το Ιράν.
Διαδοχικά κύματα αναταραχών και μεταρρυθμιστικών προσπαθειών αντιμετωπίστηκαν με σφοδρή καταστολή, παράλληλα με τη συνεχιζόμενη αυστηρή καταπίεση μέτρων που στοχεύουν γυναίκες, ομοφυλόφιλους και θρησκευτικές μειονότητες. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών, έχει απογοητεύσει πολλούς πρώην υποστηρικτές του καθεστώτος και έχει εντείνει την ήδη υπάρχουσα αναταραχή.
Στο εξωτερικό, ο Χαμενεΐ επένδυσε σημαντικά στον λεγόμενο «άξονα της αντίστασης» – τη Χαμάς στη Γάζα, τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο, το κίνημα Χούτι στην Υεμένη, καθώς και ένα ετερόκλητο σύνολο ισλαμικών παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών στη Συρία και το Ιράκ. Αυτή η τακτική, αν και αρχικά φαινόταν έξυπνη, κατέρρευσε υπό το βάρος των ισραηλινών επιθέσεων, ενώ η ιστορική συμμαχία του Ιράν με τη Δαμασκό διακόπηκε με την πτώση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ τον Δεκέμβριο.
Ζώντας σε ένα συγκρότημα στην Παλαιστίνη, μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά του, ο Χαμενεΐ έχει δείξει τον ταπεινό τρόπο ζωής του, παρότι κάποιοι σκεπτικιστές αμφισβητούν κατά πόσο ο ασκητισμός του είναι αυθεντικός.

Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες στην εξουσία, ο Χαμενεΐ προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα στις αντικρουόμενες δυνάμεις στο εσωτερικό του Ιράν, να αποφύγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο και να διατηρήσει την κληρονομιά του Χομεϊνί, καθώς και τη δική του εξουσία και αυτή των στενών του συνεργατών.
Τώρα, που είναι άρρωστος, οι εικασίες για τον διάδοχό του πληθαίνουν. Μια μακρά καριέρα φτάνει στο τέλος της και η μεγαλύτερη πρόκληση βρίσκεται μπροστά του. Η ισορροπία μπορεί σύντομα να διαταραχθεί.