Μια σημαντική στροφή στη διεθνή εμπορική στρατηγική της ανακοίνωσε η Κίνα, δηλώνοντας την πρόθεσή της να καταργήσει πλήρως τους εισαγωγικούς δασμούς για προϊόντα που προέρχονται από όλες τις αφρικανικές χώρες με τις οποίες διατηρεί επίσημες διπλωματικές σχέσεις. Η απόφαση, που ανακοινώθηκε στο περιθώριο συνάντησης κορυφής Κίνας – Αφρικής, σηματοδοτεί μία δυναμική αναβάθμιση των σινοαφρικανικών εμπορικών σχέσεων και έρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία η γεωοικονομική ένταση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον βρίσκεται σε νέα φάση κλιμάκωσης.

Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία ερμηνεύεται από αναλυτές ως αποφασιστική κίνηση ενίσχυσης της επιρροής της Κίνας στην Αφρική, καθώς η ήπειρος αντιμετωπίζει πλέον το ενδεχόμενο σημαντικής αύξησης των αμερικανικών δασμών στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρούς κραδασμούς σε ήδη εύθραυστες οικονομίες.

Η Κίνα είναι, άλλωστε, εδώ και πάνω από μία δεκαετία ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αφρικής. Το 2023, οι εισαγωγές αφρικανικών προϊόντων στη χώρα ανήλθαν σε περίπου 170 δισεκατομμύρια δολάρια, με βασικές κατηγορίες τις πρώτες ύλες και τα γεωργικά προϊόντα. Πέρυσι, το Πεκίνο είχε ήδη προχωρήσει στην κατάργηση δασμών για 33 αφρικανικά κράτη που είχαν χαρακτηριστεί ως «λιγότερο ανεπτυγμένα» από τα Ηνωμένα Έθνη.

Το νέο μέτρο, ωστόσο, επεκτείνει τη ρύθμιση σε όλες τις αφρικανικές χώρες με επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Κίνα, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων οικονομιών της ηπείρου, όπως η Νιγηρία και η Νότια Αφρική. Αξιοσημείωτο είναι ότι το μόνο κράτος που εξαιρείται είναι το Εσουατίνι, καθώς αποτελεί τη μοναδική αφρικανική χώρα που εξακολουθεί να αναγνωρίζει την Ταϊβάν ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα, κάτι που η Κίνα θεωρεί casus belli, αφού βλέπει την Ταϊβάν ως αποσχισθείσα επαρχία.

Παρότι δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί το πότε ακριβώς θα τεθεί σε ισχύ το μέτρο, η ανακοίνωση έχει ήδη προκαλέσει κινητικότητα στις αγορές και προετοιμασίες στις εξαγωγικές επιχειρήσεις αρκετών αφρικανικών χωρών.

Στο στόχαστρο η Ουάσινγκτον

Η κίνηση του Πεκίνου έρχεται ως αντίδραση στο νέο πακέτο εμπορικών μέτρων που εξήγγειλε η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών τον περασμένο Απρίλιο. Υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, ανακοινώθηκε η επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές από σειρά χωρών, μεταξύ των οποίων και αφρικανικά κράτη. Συγκεκριμένα, προβλέπονται δασμοί 50% για το Λεσότο, 30% για τη Νότια Αφρική και 14% για τη Νιγηρία.

Αν και οι συγκεκριμένες επιβαρύνσεις δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί —καθώς έχει δοθεί προσωρινή αναστολή μέχρι τον επόμενο μήνα—, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω καθυστέρησης για χώρες που εμφανίζονται «διαλλακτικές» στις διαπραγματεύσεις.

Σε κοινή δήλωση που εκδόθηκε στο τέλος της σινοαφρικανικής συνόδου, υπουργοί από τις συμμετέχουσες χώρες κατηγόρησαν εμμέσως τις ΗΠΑ για την υιοθέτηση μονομερών μέτρων που «υπονομεύουν τη διεθνή οικονομική τάξη» και κάλεσαν όλες τις πλευρές να επιδιώξουν λύσεις μέσα από τον διάλογο, την ισότητα και την αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Το 2024, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εισάγει από την Αφρική προϊόντα αξίας σχεδόν 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα σημαντικό ποσοστό των οποίων είχε ενταχθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας «Africa Growth and Opportunity Act» (AGOA), η οποία προβλέπει ευνοϊκή εμπορική μεταχείριση για αφρικανικά προϊόντα. Αν οι νέοι δασμοί τεθούν τελικά σε ισχύ, η βιωσιμότητα αυτής της συμφωνίας θα τεθεί εν αμφιβόλω, κάτι που δίνει στο Πεκίνο πρόσθετο χώρο για να ενισχύσει τη δική του εμπορική επιρροή στην ήπειρο.