Μετά από δύο ημέρες έντονων διαπραγματεύσεων αξιωματούχοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα έφτασαν σε συμφωνία τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης στο Λονδίνο και προχώρησαν στην άρση ορισμένων «βλαβερών» μέτρων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην πρόσφατη εμπορική διαμάχη των δύο χωρών.
Ωστόσο, η Ana Swanson των New York Times αναφέρει πως παραμένει ασαφές αν η ανακωχή αυτή θα κρατήσει – ή θα καταρρεύσει όπως συνέβη με μια παρόμοια συμφωνία που έγινε τον Μάιο. Ενώ εξηγεί πως ακόμα και αν η συμφωνία αποδειχτεί ανθεκτική, το μεγαλύτερο επίτευγμά της φαίνεται πως είναι απλώς η επαναφορά των χωρών στην κατάσταση που επικρατούσε πριν ο Τραμπ αυξήσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα τον Απρίλιο.
Η συμφωνία
Η Κίνα αναμένεται να χαλαρώσει τους περιορισμούς στις εξαγωγές ορυκτών, οι οποίοι είχαν απειλήσει να καταστρέψουν μια σειρά αμερικανικών βιομηχανιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, με τη σειρά τους, θα χαλαρώσουν τους νέους περιορισμούς που επέβαλαν στις δικές τους εξαγωγές τεχνολογίας και προϊόντων, αλλά και θα αποσύρουν τις απειλές για ακύρωση βίζας για Κινέζους φοιτητές στις ΗΠΑ.

Οι δύο χώρες δεν ανακοίνωσαν πρόοδο σε άλλα εμπορικά ζητήματα. Αυτά θα παραμείνουν για μελλοντικές συζητήσεις, όπως δήλωσαν Αμερικανοί αξιωματούχοι.
Για πολλούς αναλυτές, οι συναντήσεις στο Λονδίνο έθεσαν ερωτήματα σχετικά με το τι ακριβώς κέρδισε ο κ. Τραμπ από τις επιθετικές εμπορικές του τακτικές κατά της Κίνας τους τελευταίους μήνες, ή αν τελικά οι ενέργειές του του γύρισαν μπούμερανγκ. «Τι ακριβώς κερδίζουμε που δεν είχαμε ήδη πριν;» ρώτησε η Βερονίκ ντε Ρούγκι, ανώτερη ερευνήτρια στο Mercatus Center, ένα φιλελεύθερο think tank. «Αυτή η συμφωνία δείχνει ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό σχέδιο».
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ έχουν υποστηρίξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βγήκαν κερδισμένες από τις πρόσφατες κλιμακώσεις. Η κυβέρνηση έχει επίσης επισημάνει τη δύναμη της αμερικανικής οικονομίας και τον περιορισμένο πληθωρισμό για να υποστηρίξει ότι ακόμα και πολύ υψηλοί δασμοί στα κινεζικά προϊόντα είχαν λίγες αρνητικές επιπτώσεις.
Άλλοι οικονομολόγοι δεν είναι τόσο αισιόδοξοι. Σε μια έκθεση αυτή την εβδομάδα, η Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε ότι οι δασμοί των ΗΠΑ θα οδηγήσουν στη χειρότερη δεκαετία παγκόσμιας ανάπτυξης από τη δεκαετία του 1960.
Οι πρώτες δηλώσεις
Την Τετάρτη το πρωί, ο κ. Τραμπ δήλωσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι «η συμφωνία μας με την Κίνα έχει ολοκληρωθεί» και ότι «η σχέση είναι εξαιρετική», αν και παραδέχτηκε πως η συμφωνία υπόκειται ακόμη στην τελική έγκρισή του και του ομολόγου του, Σι Τζινπίνγκ.
«Πλήρεις μαγνήτες και κάθε απαραίτητη σπάνια γη θα παρασχεθούν εκ των προτέρων από την Κίνα», έγραψε με κεφαλαία γράμματα. «Ομοίως, θα παρέχουμε στην Κίνα ό,τι συμφωνήσαμε, συμπεριλαμβανομένων των Κινέζων φοιτητών που χρησιμοποιούν τα κολέγια και τα πανεπιστήμιά μας (κάτι που πάντα υποστήριζα!)».
Οι συζητήσεις στο Λονδίνο διήρκεσαν δύο ολόκληρες μέρες και νύχτες με τη Swanson να αναφέρει πως πολλές φορές έγιναν έντονες και σε διάφορες στιγμές φάνηκαν να κινδυνεύουν να καταρρεύσουν, που φαίνεται να είναι σημάδι της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.

Ο Χάουαρντ Λάτνικ, γραμματέας εμπορίου που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, δήλωσε ότι ο βασικός στόχος του προέδρου απέναντι στην Κίνα ήταν να «μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα και να αυξηθεί το εμπόριο».
«Αλλά πρώτα έπρεπε να ξεπεράσουμε, κατά κάποιον τρόπο, την αρνητικότητα», είπε καθώς ολοκληρώνονταν οι συνομιλίες. «Τώρα μπορούμε να προχωρήσουμε ώστε να επιδιώξουμε θετικό εμπόριο, ανάπτυξη του εμπορίου, που να ωφελεί τόσο την Κίνα όσο και τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ο Λιου Πενγκγιού, εκπρόσωπος της Κινεζικής Πρεσβείας στην Ουάσιγκτον, δήλωσε την Τετάρτη ότι η ουσία των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών βρίσκεται στο αμοιβαίο όφελος και τη συνεργασία. «Δεν υπάρχουν νικητές σε εμπορικούς πολέμους», πρόσθεσε. «Η Κίνα δεν επιδιώκει τη σύγκρουση, αλλά δεν θα εκφοβιστεί από αυτήν».
Η γνώμη των ειδικών
Αναλυτές και ειδικοί τόνισαν ότι τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων έδειξαν πως η κυβέρνηση Τραμπ υπερεκτίμησε τις δυνατότητές της απέναντι στην Κίνα. Η Swanson εξηγεί πως οι ΗΠΑ έχουν άμεση ανάγκη από τις σπάνιες γαίες και τους μαγνήτες που παράγει η Κίνα. Οι κινεζικοί περιορισμοί στις εξαγωγές αυτού του υλικού ανάγκασαν τους κατασκευαστές αυτοκινήτων και άλλες βιομηχανίες να πιέσουν τον Λευκό Οίκο για ανακούφιση, ενώ τελικά απείλησαν να εξαντλήσουν τα αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού των ΗΠΑ.
Οι περιορισμοί που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Κίνα, με τη σειρά τους, θα αποδειχτούν επίσης επώδυνοι για την κινεζική οικονομία. Ωστόσο, κάποιοι αναλυτές τόνισαν πως θα προκαλέσουν πόνο και στην αμερικανική οικονομία.
Ο Φίλιπ Λακ, διευθυντής του προγράμματος οικονομίας στο Center for Strategic and International Studies, ένα think tank στην Ουάσιγκτον, έγραψε σε μια πρόσφατη ανάλυση του ότι οι αμερικανικοί περιορισμοί στις εξαγωγές αιθανίου προς την Κίνα είχαν ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ανάγκασαν μεγάλες αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες να παγώσουν εξαγωγές αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Χωρίς το αιθάνιο, οι κινεζικές μονάδες μπορούν απλώς να καίνε άλλα καύσιμα που βρίσκουν αλλού – κάτι που κοστίζει περισσότερο, αλλά αποτρέπει διακοπές.
«Αυτοί οι περιορισμοί αποτυγχάνουν να περάσουν ακόμη και το πιο χαμηλό όριο για ένα οικονομικό όπλο», έγραψε ο κ. Λακ. «Πέρα από το ότι πλήττουν περισσότερο τους αμερικανούς παραγωγούς απ’ ό,τι τους Κινέζους, υπονομεύουν την ίδια την ατζέντα ενεργειακής κυριαρχίας της κυβέρνησης και στέλνουν μήνυμα στους συμμάχους ότι οι ΗΠΑ δεν είναι αξιόπιστες ακόμη και σε υποτιθέμενες απροκατάληπτες αγορές εμπορευμάτων».

Η Ιλάρια Ματσόκο, ανώτερη συνεργάτιδα του Center for Strategic and International Studies, είπε πως οι απειλές δασμών και άλλες πολιτικές καθοδηγήθηκαν από τη θεωρία στην Ουάσιγκτον ότι «η Κίνα θα λυγίσει γρήγορα υπό πίεση», εν μέρει επειδή η εξαγωγική οικονομία της δείχνει σημάδια αδυναμίας.
«Νομίζω πως η Κίνα απέδειξε ότι στην πραγματικότητα βρίσκεται σε αρκετά ισχυρή θέση και μπορεί να αντέξει πολλή πίεση, και ίσως ακόμα περισσότερη απ’ ό,τι οι ΗΠΑ», πρόσθεσε. Επίσης, σημείωσε πως η Κίνα έχει δείξει την ικανότητά της να χρησιμοποιεί τους περιορισμούς εξαγωγών για να προκαλέσει πλήγμα στις ΗΠΑ με τρόπο που δεν είχε ξανακάνει.
Αμφιβολίες για την τακτική του Τραμπ
Ο Τζιν Κανρόνγκ, καθηγητής διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Ρενμίν του Πεκίνου, έγραψε σε σχόλιο την προηγούμενη εβδομάδα ότι οι σπάνιες γαίες είναι «ο άσος που κρατά η Κίνα».
«Ο Τραμπ θα έπρεπε να καταλάβει ότι η πίεση και οι απειλές σίγουρα δεν είναι ο σωστός τρόπος να αντιμετωπιστεί η Κίνα», έγραψε.
Ορισμένοι αναλυτές έχουν επίσης αμφισβητήσει την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να θέσει σε εφαρμογή τους αμερικανικούς περιορισμούς εξαγωγών, οι οποίοι σύμφωνα με τη Swanson συνήθως θεωρούνται θέμα εθνικής ασφάλειας και όχι οικονομικού μοχλού.
Η Γουέντι Κάτλερ, αντιπρόεδρος της Asia Society και πρώην διαπραγματεύτρια εμπορίου των ΗΠΑ, είπε ότι οι ΗΠΑ «φαίνεται να πλήρωσαν βαρύ τίμημα» για να ξανακερδίσουν την πρόσβαση σε κρίσιμα κινεζικά ορυκτά και μαγνήτες.
Η Κάτλερ επεσήμανε πως η Κίνα μπορεί τώρα να απαιτήσει αμοιβαίες παραχωρήσεις σχετικά με τους περιορισμούς εξαγωγών στο μέλλον. «Το πλαίσιο του Λονδίνου μπορεί να σηματοδοτεί ένα σημαντικό σημείο καμπής στις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας», κατέληξε.