Ο Σεπτέμβριος που έρχεται, αναμένεται να είναι από τους πιο κρίσιμους μήνες για τη χώρα μας σε γεωπολιτικό επίπεδο, καθώς στο επίκεντρο θα βρεθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η στρατηγική θέση της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Από την επόμενη κιόλας εβδομάδα που όλο το κυβερνητικό επιτελείο θα έχει επιστρέψει στις θέσεις του, μετά την ανάπαυλα των ημερών του Δεκαπενταύγουστου, θα αρχίσουν να πραγματοποιούνται εντατικές προετοιμασίες και συσκέψεις ώστε να αντιμετωπιστεί μια σειρά διπλωματικών προκλήσεων. Εννοείται πως η προεργασία έχει ήδη γίνει, ωστόσο θα «κλειδώσει» το προσεχές διάστημα μια σειρά από στρατηγικές, καθώς η Τουρκία επιχειρεί να εμφανιστεί με κάθε ευκαιρία ως η δύναμη που καθορίζει τις εξελίξεις στην περιοχή και διεκδικεί ρόλο πέραν του περιφερειακού, με στόχο να παρουσιαστεί σαν υπερδύναμη.

Η Αθήνα γνωρίζει λοιπόν ότι πέρα από τα μέτρα κοινωνικής στήριξης και τις οικονομικές ανακοινώσεις που θα παρουσιαστούν στη ΔΕΘ από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η εξωτερική πολιτική θα είναι αυτή που θα αποτελέσει το βασικό κριτήριο για την εικόνα της κυβέρνησης. Οι πολίτες περιμένουν από την πολιτική ηγεσία να δείξει σταθερότητα και αποφασιστικότητα απέναντι σε μια Άγκυρα που αμφισβητεί με κάθε τρόπο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Κομβικό σημείο για την ελληνική πλευρά, θεωρείται η επανέναρξη των εργασιών για την πόντιση του ηλεκτρικού καλωδίου που θα ενώσει την Ελλάδα με την Κύπρο και το Ισραήλ. Πρόκειται για έργο μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας, καθώς θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια ολόκληρης της Ευρώπης και θα αποτελέσει μήνυμα ότι οι περιφερειακές συνεργασίες μπορούν να προχωρούν χωρίς να χρειάζονται την έγκριση της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Άγκυρα έχει ήδη επιχειρήσει να παρέμβει, όπως έκανε τον Ιούλιο του 2024 όταν εμπόδισε το ερευνητικό πλοίο IEVOLI RELUME να πραγματοποιήσει εργασίες στην ελληνική ΑΟΖ ανατολικά της Κάσου, ζητώντας να εκδοθεί και τουρκική NAVTEX, επικαλούμενη το αμφιλεγόμενο τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Παράλληλα, η Τουρκία έχει δείξει πρόθεση να μπλοκάρει και άλλα έργα υποδομής, όπως το καλώδιο οπτικών ινών ανοιχτά της Κύπρου, που κατασκευάζεται από κοινοπραξία με τη συμμετοχή της ΔΕΗ και εταιρειών από τη Σαουδική Αραβία και Κύπρο. Παρότι πρόκειται για διαφορετικό έργο, η γείτονα χώρα έσπευσε να στείλει το μήνυμα ότι θέλει να έχει λόγο, επιχειρώντας να επιβάλει το δικό της «μοντέλο» παρουσίας. Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, τονίζει ότι το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης θα προχωρήσει και δεν μπορεί να μπλοκαριστεί, αφού δεν απαιτείται καμία συναίνεση από τρίτες χώρες. Ωστόσο, το ερώτημα που παραμένει είναι αν η Τουρκία θα επιχειρήσει να προκαλέσει νέες εντάσεις στο Αιγαίο, ώστε να καθυστερήσει ή ακόμη και να αναστείλει την υλοποίηση του σχεδίου. Ένα τέτοιο σενάριο θα δημιουργούσε επικίνδυνα τετελεσμένα και θα έδινε στην Άγκυρα περιθώρια να εμφανιστεί ως ρυθμιστής των εξελίξεων, κάτι το οποίο θα επιχειρήσει να αποτρέψει η Αθήνα.

Μέσα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, επί τάπητος έχει τεθεί και η ρηματική διακοίνωση του Καΐρου προς την ελληνική πρεσβεία, εμφανιζόμενο διστακτικό να προχωρήσει άμεσα σε πλήρη οριοθέτηση ΑΟΖ με την Ελλάδα. Παρότι υπάρχει ήδη συμφωνία μερικής οριοθέτησης, η αιγυπτιακή πλευρά φαίνεται να καθυστερεί, πιθανόν για να μη διαταράξει τις σχέσεις της με την Τουρκία, την ώρα που κυκλοφορούν πληροφορίες για πιθανή επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πρωτεύουσα της εν λόγω βορειοαφρικανικής χώρας. Επιπλέον, η αιγυπτιακή κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι διατηρούν στενές επαφές με την Άγκυρα, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο περίπλοκη τη στάση της.

Όλα αυτά δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα προκλήσεων για την Αθήνα. Από τη μια πλευρά, η Ελλάδα πρέπει να εξασφαλίσει ότι τα μεγάλα έργα υποδομής θα προχωρήσουν χωρίς καθυστερήσεις, κι από την άλλη, χρειάζεται να διαχειριστεί προσεκτικά τις σχέσεις με γειτονικές χώρες όπως η Αίγυπτος και η Λιβύη, ώστε να μην αφήσει περιθώρια στην Τουρκία να ενισχύσει τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά συνέπεια, το φθινόπωρο μόνο εύκολο δεν προμηνύεται. Αντίθετα, αναμένεται να αποτελέσει μια περίοδο γεμάτη διαπραγματεύσεις, εντάσεις και διλήμματα. Η επιτυχία ή η αποτυχία στη διαχείριση αυτών των ζητημάτων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τη σταθερότητα στην περιοχή, αλλά και την ίδια την εικόνα της χώρας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.