Ομοσπονδιακό εφετείο επέτρεψε την Τρίτη την παραμονή σε ισχύ των πιο εκτεταμένων δασμών που είχε επιβάλει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, καθώς επανεξετάζει απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που τους είχε μπλοκάρει με το σκεπτικό ότι υπερέβη την εξουσία του.

Η απόφαση του Ομοσπονδιακού Εφετείου στην Ουάσινγκτον σημαίνει ότι οι λεγόμενοι «δασμοί της Ημέρας της Απελευθέρωσης» στις εισαγωγές από τους περισσότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, καθώς και οι ξεχωριστοί δασμοί σε Καναδά, Κίνα και Μεξικό, μπορούν να παραμείνουν σε εφαρμογή, τουλάχιστον προσωρινά.

Το εφετείο δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί της ουσίας για το αν οι δασμοί είναι νόμιμοι βάσει του νόμου περί Διεθνούς Έκτακτης Οικονομικής Εξουσίας (IEEPA), τον οποίο επικαλέστηκε ο Τραμπ. Ωστόσο, έκρινε ότι μπορούν να παραμείνουν ενεργοί όσο εκδικάζονται οι εφέσεις.

Το δικαστήριο ανέφερε ότι η υπόθεση εγείρει ζητήματα «εξαιρετικής σημασίας» και για τον λόγο αυτό έκανε το σπάνιο βήμα να παραπέμψει την έφεση απευθείας σε μια πλήρη 11μελή σύνθεση, παρακάμπτοντας την εξέταση από τριμελές δικαστήριο. Οι αγορεύσεις ορίστηκαν για τις 31 Ιουλίου.

Οι συγκεκριμένοι δασμοί, τους οποίους ο Τραμπ χρησιμοποίησε ως μοχλό πίεσης στις εμπορικές διαπραγματεύσεις, έχουν προκαλέσει έντονη αστάθεια στις αγορές και έχουν επηρεάσει επιχειρήσεις κάθε μεγέθους, οι οποίες δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις αλυσίδες εφοδιασμού, την παραγωγή, το προσωπικό και τις τιμές.

Η απόφαση δεν επηρεάζει άλλους δασμούς που βασίζονται σε πιο παραδοσιακά νομικά θεμέλια, όπως αυτοί που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου.

Στις 28 Μαΐου, μια τριμελής σύνθεση του Αμερικανικού Δικαστηρίου Διεθνούς Εμπορίου έκρινε ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα των ΗΠΑ, η εξουσία επιβολής φόρων και δασμών ανήκει αποκλειστικά στο Κογκρέσο και όχι στον πρόεδρο. Επιπλέον, αποφάνθηκε ότι ο πρόεδρος υπερέβη τις εξουσίες του επικαλούμενος τον νόμο περί Διεθνών Οικονομικών Εξουσιών Έκτακτης Ανάγκης (IEEPA), έναν νόμο που προορίζεται για την αντιμετώπιση «ασυνήθιστων και έκτακτων» απειλών κατά τη διάρκεια καταστάσεων εθνικής κρίσης.

Η κυβέρνηση Τραμπ άσκησε αμέσως έφεση κατά της απόφασης, και την επόμενη κιόλας ημέρα, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στην Ουάσινγκτον ανέστειλε προσωρινά την ισχύ της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής μακροπρόθεσμης αναστολής.

Η υπόθεση αφορά δύο αγωγές: η πρώτη κατατέθηκε από το μη κομματικό Liberty Justice Center για λογαριασμό πέντε μικρών αμερικανικών επιχειρήσεων που εισάγουν προϊόντα από χώρες στις οποίες επιβλήθηκαν οι δασμοί· η δεύτερη από 12 πολιτείες των ΗΠΑ.

Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι διαθέτει ευρείες εξουσίες να επιβάλλει δασμούς βάσει του IEEPA – ενός νόμου του 1977 που μέχρι πρότινος χρησιμοποιείτο κυρίως για την επιβολή κυρώσεων σε εχθρικά καθεστώτα ή το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων. Είναι ο πρώτος πρόεδρος που τον επικαλείται για την επιβολή δασμών.

Ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι οι δασμοί του Φεβρουαρίου σε Καναδά, Κίνα και Μεξικό είχαν στόχο την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης φαιντανύλης στα σύνορα – έναν ισχυρισμό που απέρριψαν οι τρεις χώρες. Αντίστοιχα, οι γενικευμένοι δασμοί του Απριλίου στους περισσότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ παρουσιάστηκαν ως απάντηση στο εμπορικό έλλειμμα.

Από την πλευρά τους, αρκετές πολιτείες και μικρές επιχειρήσεις υποστήριξαν ότι οι δασμοί δεν συνιστούν νόμιμο ή κατάλληλο μέσο αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων. Επιπλέον, τόνισαν ότι το χρόνιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ δεν συνιστά «έκτακτη ανάγκη» ώστε να ενεργοποιείται το IEEPA.