Οι διαδοχικοί δασμοί του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ έχουν διαταράξει το παγκόσμιο εμπόριο και έχουν προκαλέσει «αναταράξεις» σε επιχειρήσεις και καταναλωτές. Ο ίδιος έχει μεταβληθεί σημαντικά στη στάση του, ανακοινώνοντας δασμούς σε εισαγωγές σχεδόν από κάθε εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ και στη συνέχεια είτε παγώνοντας είτε ανακαλώντας κάποιους από αυτούς. Οι νομικές προκλήσεις έχουν προσθέσει επιπλέον αναστάτωση.
Όπου κι αν καταλήξουν τελικά οι δασμοί, θα έχουν επιπτώσεις που ξεπερνούν κατά πολύ το εμπόριο. Η αύξηση των δασμών ή, έστω, η διαρκής απειλή τους, αποδυναμώνει το εμπόριο και αποσταθεροποιεί τους οικονομικούς δεσμούς που σταθεροποιούν τις διεθνείς σχέσεις. Καταστρέφοντας τους κανόνες που διέπουν το εμπόριο και αγνοώντας τις συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, ο κ. Τραμπ έχει υπονομεύσει το διεθνές σύστημα που βασίζεται σε κανόνες. Αυτό περιλαμβάνει και την αγνόηση των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δυσχεραίνοντας το έργο του και απειλώντας με αποχώρηση.
Η στέρηση, από χώρες με χαμηλό εισόδημα και αυξανόμενο νεανικό εργατικό δυναμικό, της ευκαιρίας να αναπτύξουν τις οικονομίες τους μέσω του εμπορίου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των μεταναστευτικών ροών, ασκώντας πίεση στις χώρες υποδοχής. Η απομάκρυνση από το ελεύθερο εμπόριο θα πλήξει τους καταναλωτές παγκοσμίως με υψηλότερες τιμές και περιορισμένες επιλογές, αυξάνοντας τον κίνδυνο πολιτικής δυσαρέσκειας.
Όποιοι κι αν είναι οι φαινομενικοί στόχοι τους, οι δασμοί του Τραμπ θα κάνουν τον κόσμο φτωχότερο και πιο επικίνδυνο.
Μια πλήρης αποχώρηση από το παγκόσμιο εμπόριο είναι απίθανη, αλλά το διεθνές εμπόριο ήδη μεταβάλλεται με τρόπους που μπορούν να εντείνουν τις γεωπολιτικές ρωγμές. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα διατηρούσαν ανέκαθεν τις σχέσεις μεταξύ αντιπάλων σε ισορροπία. Για παράδειγμα, οι τριβές ΗΠΑ-Κίνας τα τελευταία 20 χρόνια μετριάστηκαν από την επιθυμία των αμερικανικών εταιρειών να πουλήσουν προϊόντα στη ραγδαία αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη της Κίνας και να χρησιμοποιήσουν Κινέζους προμηθευτές.
Αμερικανοί επενδυτές που ήθελαν πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Κίνας διαδραμάτισαν παρόμοιο ρόλο. Όταν η Κίνα χειραγωγούσε το νόμισμά της τη δεκαετία του 2000 για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, η παρουσία αμερικανικών εμπορικών συμφερόντων διασφάλιζε ότι οι ΗΠΑ δεν θα λάμβαναν τιμωρητικά μέτρα. Για την Κίνα, τα οφέλη από το άνοιγμα προς αμερικανικές επιχειρήσεις και επενδυτές ώθησαν το Πεκίνο, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, να ευθυγραμμίσει την οικονομία του με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς των ΗΠΑ, χαλαρώνοντας περιορισμούς στις επενδύσεις και μειώνοντας την κρατική παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος και άλλες χρηματοοικονομικές αγορές.
Σήμερα, όμως, το εμπόριο αντιμετωπίζεται ως «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος», όπου μια χώρα κερδίζει μόνο εις βάρος μιας άλλης. Αυτό δυσχεραίνει την επίλυση διαφορών. Αν οι εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα ή για την Ταϊβάν κλιμακωθούν, το «πάρε-δώσε» στο εμπόριο δεν θα αποτελεί πλέον στοιχείο των διαπραγματεύσεων.
Χώρες όπως η Ινδία αντιλαμβάνονται πλέον ότι ακόμη και η φιλία με τις ΗΠΑ δεν τις προστατεύει από δασμούς, κάνοντάς τες λιγότερο πρόθυμες να συμμαχήσουν πλήρως με τις ΗΠΑ. Ακόμη και παραδοσιακοί σύμμαχοι, όπως η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν εξαιρέθηκαν από τους δασμούς.
Οι κυβερνήσεις λαμβάνουν αποφάσεις πολιτικής, αλλά τα εμπορικά συμφέροντα διαμορφώνουν την πραγματικότητα. Η πτώση των εμπορικών φραγμών και άλλοι παράγοντες, όπως η μείωση του κόστους μεταφοράς, οδήγησαν τις εταιρείες να δημιουργήσουν ευέλικτες εφοδιαστικές αλυσίδες που εκτείνονται σε πολλές χώρες. Αυτή η προσέγγιση, που δίνει έμφαση στην αποδοτικότητα και το χαμηλό κόστος, μείωσε τις τιμές για τους καταναλωτές, αύξησε τις επιλογές προϊόντων, βοήθησε στη διάδοση νέων τεχνολογιών και προώθησε την καινοτομία.
Όποια κι αν είναι η τύχη των δασμών Τραμπ, έχουν αλλάξει μόνιμα το τοπίο του παγκόσμιου εμπορίου. Οι επιχειρήσεις παγκοσμίως ήδη αντιμετώπιζαν διαταραχές λόγω της κλιματικής αλλαγής και γεωπολιτικών εντάσεων, όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τώρα πρέπει να αντιμετωπίσουν και το ενδεχόμενο εμπορικού πολέμου λόγω αντιποίνων και ανησυχιών πολλών χωρών για το ενδεχόμενο να γίνουν «χώροι απόθεσης» κινεζικών εξαγωγών. Ακόμη κι αν οι χώρες περιορίσουν τη χρήση δασμών, λίγα τις εμποδίζουν να χρησιμοποιήσουν κρατικές επιδοτήσεις και ποσοστώσεις για να ευνοήσουν εγχώριους παραγωγούς και να περιορίσουν το εμπόριο.
Οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να εστιάσουν στην ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων αντί για την αποδοτικότητα. Οι εταιρείες στρέφονται στην «επιστροφή παραγωγής στη χώρα» (reshoring) και στο «friend-shoring» (εφοδιαστικές αλυσίδες μόνο μέσω συμμαχικών χωρών). Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί δεν μπορούν πλέον να εκμεταλλευτούν το χαμηλό εργατικό κόστος του εξωτερικού ή την αποδοτικότητα των εργοστασίων κοντά σε πρώτες ύλες.
Ακόμη και η φαινομενικά ασφαλέστερη προσέγγιση του friend-shoring (σ.σ. η μεταφορά της παραγωγής και των εφοδιαστικών αλυσίδων σε χώρες-συμμάχους ή φιλικά προσκείμενες χώρες, με στόχο τη μείωση γεωπολιτικών κινδύνων και την ενίσχυση της ασφάλειας, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται υψηλότερο κόστος) έχει διαταραχθεί από τους δασμούς Τραμπ, που επιβλήθηκαν τόσο σε φίλους όσο και σε αντιπάλους. Η δυνατότητα ανακατεύθυνσης της παραγωγής και αναδιάρθρωσης των εφοδιαστικών αλυσίδων από την Κίνα προς το Βιετνάμ και την Ινδία, με τα οποία οι ΗΠΑ είχαν πιο εποικοδομητικές εμπορικές σχέσεις, έχει υπονομευθεί από τους προτεινόμενους δασμούς. Ούτε ο Καναδάς και το Μεξικό, που είναι κρίσιμοι για τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, εξαιρέθηκαν.
Ο κ. Τραμπ έχει δίκιο ότι ορισμένες χώρες παραβίασαν τους εμπορικούς κανόνες. Η Κίνα, για παράδειγμα, εκμεταλλεύτηκε τους κανόνες του ΠΟΕ για να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές άλλων χωρών, περιορίζοντας ταυτόχρονα την πρόσβαση στη δική της. Επίσης, χρησιμοποίησε εκτεταμένες επιδοτήσεις και άλλες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεωτικών μεταφορών τεχνολογίας από ξένες εταιρείες που ήθελαν να επενδύσουν στη χώρα, για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των δικών της επιχειρήσεων.
Ωστόσο, η καταστροφή του συστήματος παγκόσμιου εμπορίου που βασίζεται σε κανόνες, το οποίο οι ίδιες οι ΗΠΑ συνέβαλαν καθοριστικά να δημιουργηθεί, θα οδηγήσει μόνο σε αναρχία. Με τους αμερικανικούς δασμούς από τη μία και τον φόβο για την κινεζική εξαγωγική μηχανή από την άλλη, και με ελάχιστους κανόνες για δίκαιη μεταχείριση από τους εμπορικούς εταίρους, οι χώρες θα προσπαθούν όλο και περισσότερο να τα βγάλουν πέρα μόνες τους ή με μια μικρή ομάδα γειτόνων, κατακερματίζοντας περαιτέρω το εμπόριο.
Για τους καταναλωτές παγκοσμίως, η απομάκρυνση από το ελεύθερο εμπόριο θα σημάνει υψηλότερες τιμές. Για πολλές χώρες χαμηλού εισοδήματος που προσπαθούν να ακολουθήσουν τον δρόμο της ανάπτυξης μέσω της μεταποίησης, ο παραδοσιακός δρόμος προς τη δημιουργία μιας ισχυρής μεσαίας τάξης εξαφανίζεται. Ένας κόσμος με λιγότερο εμπόριο και περισσότερη αβεβαιότητα θα είναι λιγότερο ευημερών. Σε αυτό τουλάχιστον οι δασμοί Τραμπ είναι δίκαιοι: Όλες οι χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα υποστούν τις συνέπειες.
Πηγή: The New York Times