Ο Φρίντριχ Μερτς ετοιμάζεται να αναλάβει καθήκοντα καγκελαρίου της Γερμανίας, παρά το δυσμενές γι’ αυτόν σημερινό αποτέλεσμα, δίνοντας την υπόσχεση να προσφέρει σαφή κατεύθυνση στην Ευρώπη σε ταραγμένους καιρούς, όμως ήδη βρίσκεται σε μία επικίνδυνη θέση.

Όπως αναφέρει το Politico, ο Μερτς είναι μια αποδυναμωμένη προσωπικότητα. Ακόμη και κατά την περίοδο μεταξύ της εκλογικής του νίκης τον Φεβρουάριο και της ανάληψης της εξουσίας, η δημοτικότητά του έχει μειωθεί σημαντικά. Η κυβέρνηση συνασπισμού του κατέχει μία από τις πιο οριακές πλειοψηφίες στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας, με μόλις 52% των εδρών στη Βουλή.

Παράλληλα, ο ισχυρότερος σύμμαχος της Γερμανίας επί δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχει αρχίσει να υπονομεύει τον Μερτς σε κάθε του βήμα. Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, φαίνεται αποφασισμένη να τον αποδυναμώσει περαιτέρω, ενισχύοντας τους βασικούς πολιτικούς του αντιπάλους, το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).

Μετά την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εσωτερικών Πληροφοριών της Γερμανίας να χαρακτηρίσει την AfD ως «αποδεδειγμένα» εξτρεμιστική οργάνωση, χαρακτηρισμός που πυροδοτεί έναν παλιό εσωτερικό διάλογο για το αν θα πρέπει να τεθεί εκτός νόμου το κόμμα, βάσει των διατάξεων του γερμανικού δικαίου που αποσκοπούν στην αποτροπή επανάληψης του ναζιστικού παρελθόντος, η AfD έλαβε στήριξη από τα κορυφαία στελέχη του υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ.

«Ο χαρακτηρισμός της AfD ως εξτρεμιστικής ήταν τυραννία μεταμφιεσμένη», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X. «Αυτό που είναι πραγματικά εξτρεμιστικό δεν είναι η δημοφιλής AfD, αλλά μάλλον οι θανάσιμες πολιτικές ανοιχτών συνόρων που προωθεί το κατεστημένο και στις οποίες η AfD αντιτίθεται». Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζέι Ντι Βανς, συμφώνησε, δηλώνοντας ότι «το γερμανικό κατεστημένο» ουσιαστικά ξαναχτίζει το Τείχος του Βερολίνου.

Ο Μερτς, ηγέτης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), είναι μέρος του γερμανικού κατεστημένου που οι Ρούμπιο και Βανς επικρίνουν. Παρά το γεγονός ότι έχει δεσμευτεί να καταστείλει τη μετανάστευση, έχει αρνηθεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με την AfD, η οποία ήρθε δεύτερη στις εκλογές του Φεβρουαρίου, η καλύτερη επίδοση στην ιστορία του κόμματος, χαρακτηρίζοντάς την υπερβολικά ακραία. Αντ’ αυτού, επέλεξε να συνεργαστεί με το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), το οποίο σημείωσε το χειρότερο εκλογικό του αποτέλεσμα από τον 19ο αιώνα.

Αυτή η επιλογή θέτει τον Μερτς σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτική θέση. Καθώς η ακροδεξιά ανεβαίνει, εκείνος βρίσκεται επικεφαλής ενός συνασπισμού με παραδοσιακά κόμματα που κάποτε κυριαρχούσαν στη γερμανική πολιτική σκηνή, αλλά σήμερα καταρρέουν.

Οι κυβερνήσεις συνασπισμού μεταξύ του SPD και του συντηρητικού μπλοκ του Μερτς αποκαλούνταν εδώ και καιρό «μεγάλες συμμαχίες» λόγω της ισχυρής κοινοβουλευτικής τους πλειοψηφίας. Όμως, η τρέχουσα «μεγάλη συμμαχία» είναι η πιο αδύναμη στην ιστορία και καθιστά τον Μερτς ευάλωτο σε κατηγορίες ότι ηγείται ενός απομειναριού μιας παλιάς τάξης πραγμάτων.

Η άνοδος της AfD

Αυτή η κατάσταση καθιστά τον Μερτς ιδιαίτερα ευάλωτο στις επιθέσεις της AfD, η οποία θα είναι πλέον το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο. Οι ηγέτες της AfD τον παρουσιάζουν διαρκώς ως «κρυφοαριστερό», λόγω της άρνησής του να συνεργαστεί μαζί τους, αλλά και της προσφυγής του σε δαπάνες που βασίζονται σε δανεισμό, ακριβώς αντίθετα από τη ρητορική της προεκλογικής του εκστρατείας.

Ήδη, η AfD φαίνεται να ωφελείται από αυτή τη δυναμική. Το κόμμα ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις, ενώ η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση του Μερτς υποχωρεί, με μία δημοσκόπηση στα τέλη Απριλίου να φέρνει την AfD στην πρώτη θέση για πρώτη φορά.

Η επίμονη στήριξη της κυβέρνησης Τραμπ προς την AfD θα μπορούσε να αποστιγματίσει περαιτέρω το κόμμα στη Γερμανία και να ενισχύσει το αφήγημά του ότι υφίσταται άδικη πολιτική δίωξη από το κατεστημένο.

«Αφού η AfD είναι το ισχυρότερο κόμμα στις δημοσκοπήσεις τώρα, θέλουν να καταστείλουν την αντιπολίτευση και την ελευθερία του λόγου», έγραψε η συμπρόεδρος της AfD, Άλις Βάιντελ, στο X ως απάντηση στον Ρούμπιο.

Ο Μερτς δήλωσε τη Δευτέρα ότι θεωρεί «αδιανόητο» οι ηγέτες της AfD να αναλάβουν προεδρίες κοινοβουλευτικών επιτροπών, ειδικά υπό το φως της ταξινόμησης του κόμματος ως εξτρεμιστικού από την υπηρεσία πληροφοριών. Με αυτόν τον τρόπο έθεσε τέλος σε μια συζήτηση που είχε ανοίξει ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής του ομάδας τον προηγούμενο μήνα, προτείνοντας μια ριζική αλλαγή στην προσέγγιση των συντηρητικών προς την άκρα δεξιά.

Εμπόριο, ΝΑΤΟ και Ουκρανία

Η αμερικανική στήριξη προς την AfD ενδέχεται να ξεπεράσει σε σημασία όλες τις άλλες προκλήσεις στη διατλαντική σχέση, σύμφωνα με τον Ντομίνικ Τολκσντόρφ, ειδικό στις γερμανοαμερικανικές σχέσεις στο Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων.

«Πρόκειται για τεράστιο πρόβλημα για τον Μερτς, τουλάχιστον εξίσου σοβαρό με άλλες συζητήσεις που έχουμε αυτή τη στιγμή για το εμπόριο, το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία», δήλωσε. «Αν η κυβέρνηση Τραμπ το θελήσει, μπορεί να χρησιμοποιήσει την κατηγορία [ότι η AfD καταστέλλεται] για να ασκήσει πίεση στη γερμανική κυβέρνηση. Το πώς θα διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση αυτή τη νέα διάσταση τους επόμενους μήνες είναι ένα μεγάλο ερώτημα».

Ο Μερτς έχει δεσμευτεί να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη και σκόπευε να υλοποιήσει αυτή τη δέσμευση αμέσως μετά την ορκωμοσία του. Την Τετάρτη είχε προγραμματίσει να ταξιδέψει στη Βαρσοβία και στο Παρίσι, σε μια προσπάθεια αναβίωσης του λεγόμενου Τριγώνου της Βαϊμάρης, μιας άτυπης συμμαχίας Πολωνίας, Γερμανίας και Γαλλίας, που θεωρεί κλειδί για την ενίσχυση μιας πιο διεκδικητικής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Σύντομα αναμενόταν να μεταβεί και στο Κίεβο, όμως αυτοί οι σχεδιασμοί βρίσκονται στον αέρα μετά το σημερινό αποτέλεσμα.

«Πολλοί Ευρωπαίοι περιμένουν από εμάς να συμβάλουμε και πάλι δυναμικά στην επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος», δήλωσε ο Μερτς τη Δευτέρα στο Βερολίνο. «Ζούμε σε καιρούς βαθιών αλλαγών, ανατροπών… Και γι’ αυτό γνωρίζουμε ότι είναι σχεδόν ιστορικό μας καθήκον να οδηγήσουμε αυτόν τον συνασπισμό στην επιτυχία».

Καθώς ο Μερτς επιδιώκει αυτόν τον στόχο, ένα πράγμα έχει γίνει ξεκάθαρο: Η κυβέρνηση Τραμπ θα εργάζεται εναντίον του.