Αν ήθελε κανείς να έχει ένα ολοκληρωμένο στιγμιότυπο της νέας παγκόσμιας πραγματικότητας, δεν θα ήταν κακή αρχή να αντιπαραβάλει την «οικογενειακή φωτογραφία» των G7 από τη μία πλευρά με αυτή των BRICS+ από την άλλη. Μάλιστα, θα διαπίστωνε ότι, μετά τη συνάντηση των τελευταίων στο Γιοχάνεσμπουργκ τον περασμένο Αύγουστο, η σύνθεση του μπλοκ στο μέλλον θα είναι σημαντικά διευρυμένη, περιλαμβάνοντας την Αργεντινή, την Αίγυπτο, το Ιράν, την Αιθιοπία, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Η ομάδα των BRICS+ έχει βασίσει την αυξανόμενη επιρροή της στην εικόνα που επιθυμεί να προβάλει. Την εικόνα, δηλαδή, του φορέα έκφρασης της δυσαρέσκειας των –πλούσιων σε ενέργεια και πολύτιμες πρώτες ύλες– χωρών του παγκόσμιου Νότου για την υπάρχουσα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που ορίζεται από τα συμφέροντα και τις νόρμες της Δύσης, και της αντίστοιχης διεκδίκησης μιας περισσότερο δίκαιης και ισορροπημένης σχέσης με τον βιομηχανοποιημένο Βορρά, που χρειάζεται αυτές ακριβώς τις πρώτες ύλες, ιδίως στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης στην εποχή του υδρογόνου. Με αυτή την αφετηρία, οι BRICS+ διεκδικούν τουλάχιστον ίσο μερίδιο παγκόσμιας ισχύος με αυτό της Δύσης, οικοδομώντας σταδιακά ένα εναλλακτικό μοντέλο οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας.

Θα ήταν, εντούτοις, υπεραπλούστευση να εκληφθεί η κατάσταση ως ένας νέος διπολισμός, παρόμοιος με εκείνον του Ψυχρού Πολέμου. Μπορεί αντικειμενικά οι BRICS+ να θέτουν εν αμφιβόλω την κυριαρχία της Δύσης, αλλά πρώτοι οι ίδιοι επιδιώκουν να αποφύγουν τέτοιου είδους περιχαρακώσεις. Πράγματι, άλλες μικρότερες ή μεγαλύτερες δυνάμεις, περιφερειακές ή παγκόσμιες, θα επιδιώξουν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία, εξυπηρετώντας τα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα. Σε αυτές, δε, περιλαμβάνονται και χώρες του ίδιου του, τρόπον τινά, πυρήνα των BRICS+, όπως η Ινδία και η Βραζιλία.

Άλλωστε, είναι πολύ νωρίς για να προσδιοριστεί με ικανό βαθμό βεβαιότητας εάν τελικά το μπλοκ των BRICS+ θα είναι ένας επιτυχημένος διεκδικητής στον ατέρμονο αγώνα για παγκόσμια κυριαρχία, κύρος και ισχύ, δεδομένου ότι υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις, αντιπαλότητες και διαφωνίες ακόμη και μεταξύ των βασικών μελών του. Η παραδοσιακή δυσπιστία μεταξύ Ινδίας και Κίνας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ενώ κάθε άλλο παρά σίγουρο είναι ότι οι στρατηγικές επιδιώξεις της τελευταίας ταυτίζονται με αυτές της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, η Δύση –κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες– δεν δείχνει σε καμία περίπτωση σημάδια εξασθένισης τέτοια που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οδεύει προς τη λήθη, και σίγουρα θα συνεχίσει να ασκεί τεράστια πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτισμική ισχύ τις επόμενες δεκαετίες. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι δεν πρέπει πλέον να θεωρεί δεδομένο ότι η ίδια αποτελεί τη «διεθνή κοινότητα», ότι οι δικές της αξίες και οι δικοί της πολιτικοί στόχοι είναι οικουμενικοί και ότι ο υπόλοιπος πλανήτης θα αποδεχθεί αυτομάτως τη δική της αντίληψη των πραγμάτων ως τη μόνη δυνατή.

Ο κόσμος του 21ου αιώνα είναι πολυκεντρικός, πολύπλοκος και ρευστός, δυναμικός αντί για στατικός και, ως εκ τούτου, απρόβλεπτος, τουλάχιστον μέχρι να βρει μια νέα βάση ισορροπίας. Καμία μεμονωμένη υπερδύναμη ή οικονομικός και στρατιωτικός συνασπισμός δεν κατέχει τη θέση του μοναδικού και αδιαμφισβήτητου ηγεμόνα. Και για να βρεθεί αυτή η νέα βάση ισορροπίας, πρέπει να δημιουργηθούν νέοι θεσμοί διεθνούς οργάνωσης, οι οποίοι θα συγκεντρώνουν όλους τους μεγάλους παίκτες γύρω από ένα τραπέζι με στόχο να επιλύονται οι διεθνείς συγκρούσεις και ίσως να διευκολυνθεί η ειρηνική συνεργασία σε περιφερειακή και παγκόσμια κλίμακα.

Εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς γιατί ο ήδη υφιστάμενος Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών δεν μπορεί να αναλάβει αυτόν το ρόλο, κάτι για το οποίο, στο κάτω κάτω της γραφής, δημιουργήθηκε. Η απάντηση είναι περίπλοκη, συνοπτικά όμως μπορεί να επισημανθεί ότι ο ΟΗΕ δημιουργήθηκε με βάση τις πραγματικότητες του 1945 και όχι του 2045 και ότι εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ανεπαρκής να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Θα μπορούσε ένα αναβαθμισμένο G20 να αναδειχθεί σε εναλλακτικό και περισσότερο ευέλικτο forum; Μένει να φανεί. Η Ινδία πάντως φάνηκε να το πιστεύει κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των G20 στο Νέο Δελχί.

Η Ευρώπη σε αναζήτηση ρόλου

Το δυστύχημα για την Ευρώπη -και ιδιαίτερα για την ΕΕ- είναι ότι, σε αντίθεση με τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις, έχει καταστεί εμφανές ότι δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να ασκήσει σημαντική διεθνή επιρροή, ακόμη και στην άμεση γειτονιά της. Ενόψει του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και της ανάδυσης νέων περιφερειακών και παγκόσμιων ανταγωνιστών, αυτό δημιουργεί προφανή προβλήματα για την αξιοπιστία ενός μπλοκ που ισχυρίζεται ότι φιλοδοξεί να είναι ένας ανεξάρτητος διεθνής παράγοντας.

Αυτό είναι ατυχές, διότι μια Ευρώπη που θα έδειχνε πραγματισμό και προθυμία να είναι ειλικρινής συνομιλήτρια τόσο με τους εταίρους όσο και με τους αντιπάλους, με άλλα λόγια μια Ευρώπη ανοιχτή στις νέες παγκόσμιες πραγματικότητες, θα μπορούσε να ανακτήσει μια σημαντική θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να προσφέρει καλές υπηρεσίες στην υπόθεση της διεθνούς ειρήνης.

Παρά τις προφανείς αδυναμίες της, η ΕΕ διαθέτει ακόμα σημαντικά εργαλεία –κυρίως στον τομέα του εμπορίου, των επενδύσεων, της ενεργειακής μετάβασης, της κλιματικής πολιτικής και της μεταφοράς τεχνολογίας, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει για να χτίσει μια αμοιβαία εποικοδομητική σχέση με τους BRICS+ και τον παγκόσμιο Νότο γενικότερα, ιδίως με τις χώρες της Αφρικής, που έχουν για την Ευρώπη μια ιδιαίτερη σημασία.

Και αυτό γιατί η Αφρική είναι μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη περιοχή του πλανήτη, με την προοπτική να αναδειχθεί σε πολύ σημαντική οικονομική και βιομηχανική δύναμη. Επιπλέον, βιώνει μια πρωτοφανή δημογραφική έκρηξη, την ίδια στιγμή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη δίδυμη υπαρξιακή πρόκληση της δημογραφικής γήρανσης και συρρίκνωσης και της μαζικής παράτυπης μετανάστευσης. Μετανάστευσης που έχει ως μείζονα αφετηρία ακριβώς αυτές τις αφρικανικές χώρες, με τις οποίες η Ευρώπη έχει αποτύχει, μέχρι στιγμής, να δημιουργήσει μια ειλικρινή, ισότιμη και αμοιβαία επωφελή σχέση.

Ο δομημένος στρατηγικός διάλογος μεταξύ της ΕΕ, της ομάδας BRICS+ και των αφρικανικών κρατών θα επέτρεπε και στις δύο πλευρές να προσδιορίσουν έναν κοινό οδικό χάρτη και να προωθήσουν κοινές απαντήσεις σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος στην αφρικανική ήπειρο. Οι αφρικανικές χώρες ασφαλώς ενδιαφέρονται για τη συνανάπτυξη και τη συγχρηματοδότηση μεγάλων στρατηγικών περιφερειακών έργων, όπως οι γραμμές μεταφοράς ενέργειας και οι οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές, που αποτελούν προτεραιότητες για την Αφρικανική Ένωση.

Η απουσία της Ευρώπης σε αυτούς τους τομείς έχει αφήσει κενό χώρο στην Κίνα, τον οποίο η τελευταία δεν έχει παραλείψει να εκμεταλλευτεί. Όπως, άλλωστε, και η Ρωσία, η οποία επίσης επιδιώκει -όχι χωρίς επιτυχία- την αύξηση της επιρροής της στην Αφρική, εξωθώντας, συγχρόνως, την «παραδοσιακή» ευρωπαϊκή δύναμη της περιοχής που είναι (ή μάλλον, ήταν) η Γαλλία.

Συναφώς, η υποστήριξη από την πλευρά της ΕΕ τέτοιων κοινών δράσεων θα ήταν μια ισχυρή ένδειξη ότι η τελευταία είναι ανοιχτή στη συνεργασία με τους BRICS+, τα αφρικανικά κράτη και τις άλλες χώρες του παγκόσμιου Νότου και πρόθυμη να προσφέρει την οικονομική και τεχνική εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την υλοποίηση φιλόδοξων αναπτυξιακών σχεδίων, τα οποία η Αφρική επιθυμεί διακαώς.

Αυτό που δεν επιθυμεί η Αφρική είναι μαθήματα από πρώην αποικιακούς επικυρίαρχους για το πώς θα ανταποκριθεί στα δυτικά πρότυπα και το πώς «πρέπει» να τοποθετείται σε μείζονες διεθνείς διαμάχες. Αντιθέτως,  η ΕΕ θα έπραττε σοφά εάν έστελνε ένα χειροπιαστό μήνυμα ότι αναγνωρίζει τις ανησυχίες και τις θέσεις του παγκόσμιου Νότου –ακόμα κι αν διαφωνεί με κάποιες από αυτές– καθώς και την αυξανόμενη σημασία της Αφρικής (και των BRICS+, κατ’ επέκταση) στην παγκόσμια διακυβέρνηση και λήψη αποφάσεων.

Δεν υπάρχει κάποιος θεμελιώδης λόγος που εμποδίζει τους Ευρωπαίους να επιδιώξουν ενεργό ρόλο στην προώθηση της πολυμερούς συνεργασίας Βορρά – Νότου, με στόχο να μετριάσουν τους πιθανούς κινδύνους που προκύπτουν από ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο παγκόσμιο σκηνικό, σε συνδυασμό με τη διαίρεση του πλανήτη σε νέα αντίπαλα στρατόπεδα, η σύγκρουση των οποίων –προς το παρόν– παραμένει σε επίπεδο proxy wars, κάτι που όμως δεν είναι λιγότερο τραγικό για τις χώρες που υφίστανται τις συνέπειες, όπως η Συρία και η Ουκρανία, ενώ, με την αυξανόμενη ένταση κατόπιν των διαδοχικών πραξικοπημάτων, ενδέχεται να συμβεί και στην Αφρική.

Από την άλλη πλευρά, μια τέτοια ευρωπαϊκή πολιτική απαιτεί πολιτική βούληση και οξυδέρκεια, στρατηγική σκέψη, συνοχή και ρεαλισμό. Πρωτίστως, απαιτεί αυτονομία δράσης. Πράγματα, δηλαδή, στα οποία οι σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες παρουσιάζουν χαρακτηριστική έλλειψη.

  • Το άρθρο του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών, περιλαμβάνεται στο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ