Επάγγελμα: οδηγός ταξί. Μία δουλειά δύσκολη, απαιτητική, με κινδύνους και πολλές φορές παρεξηγημένη. Τι ζει όμως ένας επαγγελματίας οδηγός μέσα στους δρόμους της Αθήνας καθημερινά;

Το newsbeast.gr μίλησε με τον Βαγγέλη Σάλτη, ο οποίος από το 2008 και στις αρχές της οικονομικής κρίσης έκατσε πίσω από το τιμόνι του ταξί που είχε αγοράσει και δουλεύει μέχρι σήμερα μαζί με τον πατέρα του, μαθαίνοντας ιστορίες παράξενες, συγκινητικές και επικίνδυνες από τις λεωφόρους και τα στενά της νύχτας.

Ο 33χρονος οδηγός ταξί δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση, βρήκε μαχαίρι μέσα στο αμάξι του, ενώ η ζωή του θείου του κινδύνεψε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν ληστή δίνοντας μάχη μέσα στο ταξί του.

Όπως ήταν λογικό αναφέρθηκε στον κορονοϊό με τα μέτρα που είχε πάρει στο ταξί του από το ξεκίνημα της πανδημίας, αλλά και ποια ήταν η αντιμετώπιση του κόσμου. Μεταξύ άλλων αποκάλυψε και την κούρσα με γνωστό πολιτικό, ο οποίος δεν… χάρισε ούτε τα 20 λεπτά στα ρέστα.

– Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το επάγγελμα;

«Είχα σπουδάσει ηλεκτρολόγος όταν άρχισε η κρίση το 2008 ήταν η εποχή που ξεκίνησα το ταξί, το οποίο είχε αγοράσει ο πατέρας μου πριν από μερικά χρόνια. Από τη στιγμή που στα ηλεκτρολογικά δεν υπήρχε δουλειά, καθώς είχε “πέσει” και η οικοδομή, πήρα την απόφαση να μπω πίσω από το τιμόνι. Αρχικά δούλευα τα σαββατοκύριακα. Πάντα, όμως, βραδινή βάρδια, με τον πατέρα μου να δουλεύει το πρωί».

– Μετά από 12 χρόνια τι έχεις μάθει από το ταξί και πώς είναι η δουλειά;

«Πρέπει να συμφωνείς γιατί όλοι έχουν τα ψυχολογικά τους. Είναι δύσκολο να βρεις νορμάλ ανθρώπους να μιλήσεις. Οι πιο πολλοί βγάζουν τα ψυχολογικά τους. Θα πρέπει να μας δοθεί και πτυχίο ψυχολόγου. Βέβαια υπάρχει και φλερτ, το οποίο είναι αρκετά συχνό φαινόμενο.

Γενικά είναι ένα μεγάλο σχολείο, ειδικά το βράδυ. Και εγώ άκουγα ιστορίες πριν ξεκινήσω, τις οποίες δεν πίστευα, όταν όμως καθίσεις πίσω από το τιμόνι είναι αλλιώς και αυτά τα 12 χρόνια έχω δει τα πάντα. Θέλει ψυχραιμία και γερό στομάχι, αλλά είναι μία δουλειά που έχει να κάνει με σένα και δεν δίνεις αναφορά. Κοιτάς να εξυπηρετήσεις γρήγορα τον πελάτη και πάνω από όλα να μην έρχεσαι σε διαφωνίες γιατί δεν ξέρεις πως θα καταλήξει η διαδρομή».

– Τι έχει αλλάξει σε βάθος χρόνου;

«Η δουλειά σε σχέση με τα πρώτα χρόνια και ειδικά όταν ξεκίνησε ο πατέρας μου, στις αρχές του 2000, έχει αλλάξει πολύ. Αρχικά η τεχνολογία. Παλιά ήξεραν να σε πάνε παντού και απλά άνοιγαν κάποιον χάρτη για να βρουν την οδό. Τώρα σχεδόν όλα τα ταξί έχουν τάμπλετ με gps και wifi.

Φυσικά έχει αλλάξει και οικονομικά. Παλιά αγόραζες σπίτια από το ταξί. Τώρα δεν πλουτίζεις, αλλά έχεις αξιοπρεπή δουλειά και θα γυρίσεις στο σπίτι με λεφτά και δεν θα πεινάσεις».

– Πόσα χρήματα είχε ξοδέψει ο πατέρα σου το 2000 για το ταξί και ποιο είναι τώρα το κόστος για την άδεια;

«Ο πατέρας μου το 2000 είχε πάρει το μισό ταξί με 20 εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή περίπου 60.000 ευρώ. Δούλεψε για κάποια χρόνια στη συνέχεια και πήρε δάνειο 100.000 ευρώ, συν 30.000 ευρώ το αμάξι, άρα συνολικά η άδεια του ταξί έφτασε κοντά στις 200.000 ευρώ. Με τα χρόνια η τιμή έπεσε ακόμη και στις 40.000 ευρώ. Τώρα το κόστος είναι περίπου 115.000 ευρώ, αλλά είναι μία δουλειά που πάντα θα έχεις ένα αξιοπρεπές μεροκάματο».

– Είσαι δηλαδή ικανοποιημένος που έγινες επαγγελματίας οδηγός ταξί;

«Μου αρέσει και είμαι ικανοποιημένος. Ακούς τη μουσική σου, τα αθλητικά σου, πίνεις τον καφέ σου, σταματάς όποτε θες. Αλλά για να βγάλεις μεροκάματο πρέπει να το δεις καθαρά ως δουλειά. Να το πάρεις με ωράριο και να πεις ότι για ένα 8ωρο θα είμαι στο ταξί και δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Κοπάνες θα κάνεις, αλλά πρέπει να το δεις επαγγελματικά».

– Ποιες είναι οι στιγμές που έχεις έρθει σε δύσκολη θέση;

«Έχουν υπάρξει στιγμές που αηδίασα και είναι σε επίπεδο σεξουαλικής παρενόχλησης. Αυτές οι ιστορίες μου έχουν μείνει. Δύο ήταν οι πιο τραγικές στιγμές. Η μία με έναν παπά και η άλλη με έναν παππού που τον είχα πάρει από ένα νοσοκομείο, ο οποίος μάλιστα είχε και “πι”. Και οι δύο προσπάθησαν να βάλουν ακόμη και χέρι. Είχαν φτάσει σε σημείο να λένε απίστευτα πράγματα και να μη σταματάνε».

– Σίγουρα θα έχει αντιμετωπίσει και μεθυσμένους από κάποια έξοδο…

«Έχω αντιμετωπίσει μεθυσμένους και να τους παίρνει ο ύπνος στο ταξί. Είχα πάρει μία μεθυσμένη τουρίστρια από κλαμπ στη Βάρη με προορισμό ένα ξενοδοχείο στη Συγγρού. Όταν φτάσαμε δεν ξυπνούσε με τίποτα. Της φώναζα, την ταρακουνούσα και δεν αντιδρούσε. Τελικά, με τα πολλά ξύπνησε και αρνήθηκε να με πληρώσει αλλά ευτυχώς με πλήρωσε η ρεσεψιόν του ξενοδοχείου».

– Ποια μέτρα πήρες όταν έφτασε ο κορονοϊός στην Ελλάδα και πως αντιμετώπισε την κατάσταση ο κόσμος;

«Για τον κορονοϊό δεν είχα πάρει κάποιο ιδιαίτερο μέτρο. Εξάλλου πάντα το ταξί το έχω καθαρό, όπως και εγώ είμαι καθαρός. Μαντηλάκια πάντα είχα στο αυτοκίνητο, απλά προμηθεύτηκα και αντισηπτικό.

Οι πελάτες το αντιμετώπιζαν ψύχραιμα, ενώ τις πρώτες ημέρες υπήρχε και το σχετικό χιούμορ αν κάποιος έβηχε. Όταν τα μέτρα έγιναν πιο αυστηρά με τους περιορισμούς στην κυκλοφορία η δουλειά μειώθηκε δραματικά και ήταν καλύτερο να μένεις στο σπίτι».

– Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία με πολιτικό ή διάσημο;

«Γενικά έχω πάρει αρκετούς επώνυμους, οι οποίοι ήταν μια χαρά. Δεν είχα αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα. Μία ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε κάνει όταν είχα πάρει έναν πρώην δήμαρχο Αθηναίων σε μία διαδρομή. Το ποσό που είχε γράψει το ταξίμετρο ήταν 6,80 και περίμενε και το 20λεπτο στα ρέστα, όταν ο “απλός” κόσμος θα στο αφήσει».

– Από τη στιγμή που δουλεύεις βράδυ οι κίνδυνοι θα είναι και περισσότεροι. Προσπάθησε ποτέ κανείς να σε ληστέψει;

«Κίνδυνοι υπήρχαν και θα υπάρχουν. Εγώ προτιμώ να δουλεύω με μία εφαρμογή το βράδυ, γιατί έτσι υπάρχει κάποια ασφάλεια που δεν υπήρχε παλιά. Έχει τύχει να βρω μαχαίρι μετά από αποβίβαση και όταν έχω αισθανθεί κάποιο κίνδυνο, προσπαθούσα να αποβιβάζω σε σημείο που έχει κόσμο για να είμαι ασφαλής. Ευτυχώς μέχρι τώρα δεν με έχουν απειλήσει και δεν με έχουν κλέψει.

Βέβαια, έχει τύχει να ανοίξουν την πόρτα και να φύγουν τρέχοντας. Σε τέτοιες περιπτώσεις επειδή έχω ακούσει και έχω δει πολλά δεν χρειάζεται να κάνεις τον σούπερμαν, γιατί δεν ξέρεις πως θα εξελιχθεί η κατάσταση. Είναι κάτι που έχει συμβεί σε όλους».

– Ο πατέρας σου έχει αντιμετωπίσει κάποιο περιστατικό ληστείας;

«Ο θείος μου, που δούλευε το ταξί, είχε βρεθεί σε ένα πολύ άγριο σκηνικό. Όταν δουλεύεις και δεν πληρώνεσαι και ο άλλος παίζει με τον πόνο σου και με τη δουλειά σου σε τρελαίνει. Ο θείος μου, λοιπόν, είχε πάρει ένα ζευγάρι για το Ηράκλειο και όταν έφτασαν έξω από το σπίτι τού είπαν “δώστε μας 10 λεπτά να ανέβουμε πάνω να φέρουμε τα χρήματα”.

Δεν κατέβηκαν ποτέ και μετά από 10 λεπτά ο θείος μου έκανε το λάθος να πηδήξει τη μάντρα και να μπει μέσα στην πολυκατοικία για να δει τι γίνεται. Με το που μπήκε μέσα, βγήκε ο άντρας με ένα μαχαίρι. Με την απειλή του μαχαιριού μπήκε στο ταξί στη θέση του οδηγού, με τον θείο μου να τρέχει και να μπαίνει στη θέση του συνοδηγού.

Για περίπου 300 μέτρα παίζανε ξύλο εν κινήσει. Το αμάξι έβρισκε δεξιά και αριστερά σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και κάποια στιγμή ο θείος κατάλαβε ότι κινδυνεύει η ζωή του, άνοιξε την πόρτα και πήδηξε έξω. Μετά από λίγο ο ληστής έριξε το αυτοκίνητο σε μία μάντρα. Πήρε gps, χρήματα, κινητά και ό,τι άλλο βρήκε μέσα και εξαφανίστηκε. Το ταξί έπαθε μεγάλη ζημιά, ενώ η αστυνομία δεν τον βρήκε ποτέ».

– Είσαι καθημερινά τόσες ώρες στο δρόμο, οπότε και τα ατυχήματα είναι μέσα στη δουλειά;

«Είναι ένας από τους κινδύνους που υπάρχουν. Τόσες ώρες στο δρόμο πρέπει να έχεις ανοιχτά τα μάτια σου παντού, γιατί δεν ξέρεις από που μπορεί να σου έρθει ο άλλος. Περνάνε στοπ, κόκκινα φανάρια και γενικά. Αλλά και εκτός από τα ατυχήματα, πρέπει να έχει μεγάλη υπομονή, γιατί αν δεν έχεις υπομονή δεν μπορείς να κάνεις αυτό το επάγγελμα. Δεν πρέπει να δίνεις σημασία σε κανέναν και τίποτα. Ό,τι και αν σου πουν δεν πρέπει να δώσεις σημασία, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσεις».

– Λόγω και της κρίσης θα έχεις δει και ανθρώπους που έχουν ανάγκη και να σου ζήτησαν να τους μεταφέρεις δίχως χρήματα…

«Κοίτα, είναι μία δουλειά με συγκινήσεις, διαπιστώνεις πολλά και βλέπεις τα πάντα. Από τον πιο φτωχό μέχρι και τον πιο πλούσιο. Ναι, έχω μεταφέρει δωρεάν παππούδες, γιαγιάδες ή και μικρά παιδιά που μου είπαν “φίλε, δεν έχω λεφτά. Μπορείς να με πας μέχρι εκεί;”. Προσφέρεις έργο και βοήθεια σε κάποιον που έχει ανάγκη και τότε γυρίζεις πιο γεμάτος στο σπίτι».