Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος περιγράφει σε άρθρο του στην aixmi.gr την αξία ενός καλού αμυντικού σε μία μεγάλη ομάδα.

Σκεφτείτε τα τελευταία χρόνια ποιοί παίκτες κόστισαν πολλά λεφτά και δεν ήταν ο Ρονάλντο, ο Τόρες, ο Κακά, ο Ιμπραΐμοβιτς ή κάποιος άλλος επιθετικός. Ο Τσάμπι Αλόνσο, για παράδειγμα, στοίχισε περίπου 35 εκατομμύρια ευρώ στη Ρεάλ, αφού πρώτα είχε μεταβληθεί από ένα πολλά υποσχόμενο «οκταράκι» στη Σοσιεδάδ σε έναν αληθινά πολυλειτουργικό αμυντικό χαφ με οργανωτικές αρετές στη Λίβερπουλ. Ο Γιάγια Τουρέ μπορεί να κόστισε παραπάνω χρήματα στη Μάντσεστερ Σίτι λόγω της δυσκολίας του να αφήσει τη Μπαρτσελόνα για μία πλούσια ομάδα, αλλά χωρίς τίτλους, ωστόσο η κλάση του αλλά και η θέση που παίζει ανέβασαν την τιμή. Και η χρησιμότητα του φάνηκε ήδη με την πρώτη σεζόν στα Ίστλαντς. Ο αντικαταστάτης του στη Μπάρτσα, ο Σέρτζιο Μπουσκέτς εκτίναξε κι εκείνος την αξία του στα ύψη, με την εξαιρετική πολυσύνθετη παρουσία του τόσο σε συλλογικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αφού πέρσι ήταν καταπληκτικός και στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής. Επίσης, παρακολουθούμε για ένα ακόμη καλοκαίρι την ιστορία με τον Σεσκ Φάμπρεγκας που φαίνεται πως οι μέρες του στην Αρσεναλ είναι μετρημένες, αλλά εκείνο που αξίζει να παρατηρήσουμε είναι το πόσο σημαντικός έγινε σε αυτό τον ρόλο του πλει μέικερ-κόφτη σε αυτή την επταετία που δούλεψε δίπλα στον Βενγκέρ στο Λονδίνο.

Ο Καπέλο έχει… ερωτευτεί τον Τζακ Γουίλσιρ, τον νεαρό άσο της Αρσεναλ (που η εξέλιξή του ουσιαστικά απελευθερώνει τους «κανονιέρηδες» από την εξάρτηση τους από τον Φάμπρεγκας), για τον οποίο το στόμα του Ιταλού τεχνικού στάζει μέλι. Είναι η προσωποποίηση του όρου polivalente που πριν μία εικοσαετία χρησιμοποίησε πρώτος ο Αρίγκο Σάκι για να εξηγήσει στη Μίλαν την ανάγκη προσαρμογής στα σύγχρονα πρότυπα. Λάτρης του ολλανδικού μοντέλου ο Σάκι έβλεπε πως μετά τον Αγιαξ της δεκαετίας του 70, καμμία ομάδα δεν είχε βρει παίκτες αληθινά πολυεργαλεία. Ο Γιόχαν Νέεσκενς μαζί με τον Αρι Χάαν έγιναν δύο κόφτες που μπορούσαν, όμως, να κάνουν και παιχνίδι στην μηχανή του Αγιαξ και της Ολλανδίας στα seventies και όποιοι μπόρεσαν, ακολούθησαν τον δρόμο του Μίχελς και του Κόβατς που τον χάραξαν.

Οι πιο πολλοί, όμως, πήγαν σε λάθος κατεύθυνση. Εκείνη που τους «έστειλε» η επιτυχία της Ιταλίας στο Μουντιάλ του 1982. Οι «ατζούρρι» του Μπεάρτζοτ κάνοντας σύνθετη ζώνη άμυνας με πρέσινγκ και μαν του μαν, είχαν δύο αμυντικά χαφ. νεροκουβαλητές τον Μαρίνι και τον Οριάλι. Έμοιαζε εύκολο σε πολλούς να το κοπιάρουν γιατί δεν απαιτούσε τεράστια προσόντα παρά μόνο ανηλεές τρέξιμο. Εκείνο που ξέφυγε της προσοχής των αναλυτών της εποχής ήταν πως η Ιταλία διέθετε στο πρόσωπο του Μπρούνο Κόντι ένα χαφ πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, που έκανε και τη διαφορά για την έλλειψη διορατικότητας από τους αμυντικούς μέσους.

Όταν ο στραβός δρόμος είχε οδηγήσει πολλούς στο γκρεμό ήρθε ο Σάκι και στάθηκε τυχερός με την παρουσία του Κάρλο Αντσελότι και του Φρανκ Ράικαρντ να φτιάξει ένα μοντέρνο δίδυμο (στην συνέχεια βρήκε και τον Αλμπερτίνι) που έκανε τη Μίλαν να παίζει συγκλονιστικό ποδόσφαιρο και υπό τον Φάμπιο Καπέλο τα επόμενα χρόνια.

Η εικοσαετία που μεσολάβησε έχει αναδείξει πολλούς σπουδαίους αμυντικούς μέσους, με τσαγανό αλλά και κλάση, που έκαναν παιχνίδι αλλά και χαλούσαν τις επιθέσεις των αντιπάλων. Όταν το 1997 είδα τον Χίτζφελντ να βάζει μαν του μαν τον Σόουζα στον Ντεσάμπ, στον τελικό Ντόρτμουντ- Γιουβέντους έμεινα άφωνος. Μέχρι τότε το να μαρκάρεις τον αμυντικό χαφ ενός αντιπάλου δεν είχε ξαναγίνει. Τα επόμενα δέκα χρόνια υπήρξαν αμυντικοί μέσοι που έγιναν τόσο πολυσύνθετοι που δεν ήξερες πώς να χαρακτηρίσεις το ρόλο τους. Από τον Ρεδόνδο και τον Ντάβιντς, τον Κιν και τον Ζέεντορφ, τον Τζέραρντ και τον Ζε Ρομπέρτο, τον Μανίς έως τον πληρέστερο των αρχών του νέου millenium που ήταν ο Βιεϊρά η λίστα ήταν ατελείωτη. Ωστόσο, ο πιο χαρακτηριστικός από όλους για αυτά τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξε ο Αντρέα Πίρλο. Η Ιταλία του Λίπι χρησιμοποίησε τρία αμυντικά χαφ για να φτάσει στην κατάκτηση του Μουντιάλ το 2006, αλλά ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως ο Πίρλο είναι μόνο αμυντικός χαφ, και δεν είναι οργανωτικός για παράδειγμα; Η δική του απουσία στον προημιτελικό με την Ισπανία πιθανότατα έκρινε και την έκβαση του EURO του 2008 και ο τραυματισμός του στο Μουντιάλ του 2010 έκρινε την τύχη των ατζούρρι. Με την παρουσία του στο τελευταίο ματς με την Σλοβακία για μισή ώρα παραλίγο να αλλάξει τις ισορροπίες ωστόσο ήταν πια αργά!

Η Ισπανία το 2008, για να μπορέσει να φτάσει επιτέλους σε μία μεγάλη διάκριση, χρειάστηκε τον Μάρκος Σένα που κάλυψε άψογα τα μετόπισθεν για να βγει όλη η ποιότητα του Τσάβι και του Ινιέστα στο γήπεδο. Και από εκείνη την στιγμή, οι δύο σταρ της Μπάρτσα δεν ξανακοίταξαν πίσω. Ειδικά ο Τσάβι, που από το 2007 άρχισε να παίζει περίπου 15 μέτρα πιο μπροστά από παλαιότερα, ξεδίπλωσε επάνω στο τερέν όλη την απίστευτη ποιότητα του, με αποτέλεσμα να είναι ο κορυφαίος στο ρόλο αυτό τα τελευταία δέκα χρόνια. Αλλά πάντα ένας μεγάλος αμυντικός χαφ με ποιότητα και προσωπικότητα θα διαφοροποιεί τις καλές από τις αληθινά μεγάλες ομάδες. Το να κλέβεις τη μπάλα από τον αντίπαλο, κάτι που κάνουν πολλοί είναι σημαντικό. Το κάνουν, όμως, και άλλοι. Εκείνο που κάνει τις ομάδες με καλούς αμυντικούς χαφ να μοιάζουν λες και παίζουν με περισσότερους, είναι η ικανότητα να γίνεται τρίτος στόπερ όταν χρειάζεται. Και με ελάχιστες λάθος πάσες, όπως ήταν ο Σένα το 2008 ή ο Μπουσκέτς με τον Αλόνσο το 2010 για την Ισπανία. Λιγότερες από δύο ανά ματς, σε χώρους κάτω από τη σέντρα , εκεί δηλαδή που έλεγε κάποτε ο Λομπανόφσκι πως αν σφάλλεις το πληρώνεις! Αυτό δεν αγοράζεται με τίποτα και είναι το πιο δυσεύρετο πράγμα στο μοντέρνο ποδόσφαιρο.

Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου από την aixmi.gr