Αθώοι κρίθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης δύο γιατροί του ΕΣΥ και ο πρώην αντιπρόεδρος και γενικός διευθυντής της Novartis στην Ελλάδα, Κώστας Φρουζής, οι οποίοι κατηγορούνταν για υπόθεση δωροδοκίας και δωροληψίας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι γιατροί, που είναι ανδρόγυνο και εργάζονταν σε περιφερειακά κέντρα υγείας των Σερρών, βρέθηκαν να έχουν εισπράξει την περίοδο 2011/12 περίπου 8.000 ευρώ από τη Novartis, προκειμένου να συνταγογραφούν συστηματικά φάρμακα της εταιρείας σε ασθενείς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κατηγορητήριο τούς απέδιδε «ασυνήθιστα υψηλή συνταγογράφηση». Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, οι δύο τελευταίοι αρνήθηκαν την εις βάρος τους κατηγορία, υποστηρίζοντας στις απολογίες τους ότι τα χρήματα αυτά αφορούσαν αμοιβή για τη σύνταξη επιστημονικών άρθρων σχετικά με τις παθήσεις του σακχαρώδους διαβήτη και της υπέρτασης, και ότι δηλώθηκαν κανονικά στην Εφορία. Από την πλευρά του, ο άλλοτε ισχυρός άνδρας της Novartis Hellas, απολογούμενος ανέφερε ότι η εταιρεία έχει μερίδιο 25% στην Ελλάδα όσον αφορά τις δύο συγκεκριμένες παθήσεις και δεν είχε ανάγκη να δωροδοκήσει γιατρούς. Ο ίδιος αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση και σημείωσε ότι ασχολούταν μόνο με τα φάρμακα που θα έρθουν στην Ελλάδα από ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού. Την αθώωση των κατηγορουμένων ζήτησε ο εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος, επικαλούμενος τα ποσοστά συνταγογράφησης των δύο γιατρών (υπέρ της εταιρείας), τόνισε ότι ανέρχονται σε 6 με 7%. «Με βάση αυτά δεν προκύπτει υπερσυνταγογράφηση, αλλά υποσυνταγογράφηση» είπε, ενώ επισήμανε ότι «η έρευνα του ΣΔΟΕ ήταν περιορισμένη» και περιελάμβανε «μόνο ενδείξεις όχι αποδείξεις». «Δεν φτάνει να καταδικαστούν τρεις άνθρωποι με βάση ενδείξεις», σημείωσε. Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόθεση εκδικάστηκε αρχικά από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σερρών, που αθώωσε ομόφωνα τους τρεις κατηγορούμενους, αλλά κατά της αθωωτικής απόφασης είχε ασκήσει έφεση ο εισαγγελέας με συνέπεια να εξεταστεί εκ νέου, αυτήν τη φορά από το Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης. Το ίδιο κατηγορητήριο περιελάμβανε και τρία ξένα στελέχη της Novartis, για τους οποίους όμως το Πλημμελειοδικών Σερρών αποφάσισε την απαλλαγή τους, για δικονομικούς λόγους, επειδή κλήθηκαν να δικαστούν με κλητήριο θέσπισμα που δεν ήταν μεταφρασμένο στη γλώσσα τους.