Αναλυτικές απαντήσεις για το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, ειδικότερα για την αντίδραση του βρετανού πρωθυπουργού, Ρίσι Σούνακ, αλλά και την προσπάθεια επιστροφής των Γλυπτών, έδωσε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάσης Κοντογεώργης, σε ραδιοφωνική συνέντευξή του στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ.

«Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είχαν αναδείξει τα προηγούμενα χρόνια με συστηματικό, αρμόζοντα τρόπο το θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα με το φυσικό τους περιβάλλον. Προφανώς είναι ένα λεπτό ζήτημα, ένα διαχρονικό αίτημα, επομένως οι χειρισμοί πρέπει να είναι λεπτοί», ανέφερε ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ καταγράφοντας, παράλληλα, και τη μετατόπιση της κοινής γνώμης στη Μεγάλη Βρετανία.

«Υπάρχει αντίδραση και στο εσωτερικό της Μεγάλης Βρετανίας και διεθνώς. Δεν είναι κάτι που εξελίχθηκε καλά για το Βρετανό πρωθυπουργό», πρόσθεσε και διαβεβαίωσε: «Εμείς θα συνεχίσουμε τη δουλειά που χρειάζεται και με τους φορείς που πρέπει να συνεργασθούμε, προκειμένου κάποια στιγμή να πετύχουμε αυτό το δίκαιο αίτημα και να εκπληρωθούν οι πόθοι όλων μας στο ζήτημα αυτό».

Ταυτόχρονα, διέψευσε τον ισχυρισμό της Ντάουνινγκ Στριτ ότι είχε υπάρξει προηγούμενη συνεννόηση μεταξύ των δύο κυβερνήσεων να μην τεθεί το επίμαχο θέμα. «Δεν τέθηκε ποτέ τέτοιο ζήτημα», δήλωσε και προς επίρρωσιν αυτού επικαλέστηκε την προηγούμενη επίσκεψη στο Λονδίνο, του Κυριάκου Μητσοτάκη, και τη συνάντηση με τον τότε πρωθυπουργό, Μπόρις Τζόνσον, όπου «ο πρωθυπουργός το είχε θέσει». Είναι, συνεπώς, «προφάσεις εν αμαρτίαις», εκτίμησε ο κ. Κοντογεώργης.

Κληθείς, εξάλλου, να σχολιάσει τη σημερινή δήλωση, στην εφημερίδα «Τα Νέα», του εκπροσώπου του Βρετανικού Μουσείου ότι οι συζητήσεις με την Ελλάδα θα συνεχιστούν και είναι εποικοδομητικές, σημείωσε: «Όλοι όσοι εργάζονται για την υπόθεση αυτή δεν μπορούν να αντιληφθούν πλήρως όσα έγιναν τις ημέρες αυτές. Προφανώς υπάρχουν και εσωτερικές σκοπιμότητες που αφορούν την πολιτική ζωή της Μεγάλης Βρετανίας. Τα αντιλαμβανόμαστε όλα αυτά, αλλά δεν μπορούν να καθορίζουν τις διμερείς σχέσεις».

Στο ερώτημα αν η Αθήνα έχει να περιμένει κάτι καλύτερο για την υπόθεση των Γλυπτών από μία κυβέρνηση των Εργατικών απάντησε πως «ανεξαρτήτως του ποια είναι η κυβέρνηση στη Μεγάλη Βρετανία, εμείς έχουμε μία συγκεκριμένη στάση στο ζήτημα». «Αυτές είναι αποφάσεις που αφορούν τον βρετανικό λαό», συμπλήρωσε.

Απαντώντας στην ερώτηση πώς είδε την καταδίκη της βρετανικής στάσης από την ελληνική αντιπολίτευση, τόνισε: «Τα κόμματα, έστω και με διαφορετικές ταχύτητες ή αποχρώσεις, ανταποκρίθηκαν θετικά. Όλοι αντιλαμβάνονται ότι σε τέτοια ζητήματα που πρέπει να μας ενώνουν -και είναι και αυτό που επιδιώκουμε- προφανώς πρέπει να υπάρχει κριτική και προτάσεις, αλλά πρέπει να κρατάμε την κοινή γραμμή. Αυτό αποτυπώθηκε -και είναι εξαιρετικά θετικό- παρ’ όλο που υπήρξαν αποχρώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μένω στο γεγονός ότι τα περισσότερα κόμματα τοποθετήθηκαν στο θέμα θετικά».

Για το φορολογικό νομοσχέδιο προανήγγειλε αλλαγές με την κατάθεσή του, που «το καθιστούν ακόμη δικαιότερο». Ειδικότερα, «διευρύνονται οι εξαιρέσεις όσον αφορά την επιβολή του τεκμαρτού. Εξαιρούνται κάποιες επιχειρήσεις που μπορεί να μην λειτουργούν όλο το χρόνο», επισήμανε. Και, επειδή «δεν υπήρχε ποτέ η πρόθεση τσουβαλιάσματος», δίδεται η δυνατότητα σε όσους ελεύθερους επαγγελματίες θεωρούν ότι αδικούνται, να ζητήσουν τον ανάλογο φορολογικό έλεγχο, πρόσθεσε.

Σε κάθε περίπτωση, «όλες οι αλλαγές που έρχονται από το υπουργείο Οικονομικών είναι στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του χαρακτηριστικού της δικαιοσύνης, που πρέπει να υπάρχει σε μία φορολογική μεταρρύθμιση. Προφανώς θα υπάρξει και η συζήτηση εντός της Βουλής», επεσήμανε. Ωστόσο, συνέχισε, «έως τώρα δεν έχουμε ακούσει τίποτε οργανωμένο από τη μείζονα και την ελάσσονα αντιπολίτευση, μόνο κάποιες ουτοπικές προτάσεις».

Πάντως, «ο κορμός του νομοσχεδίου παρέμεινε ίδιος, όμως υπήρξαν σημειακές αλλαγές», οι οποίες μαζί με τη σταδιακή μείωση κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος «καθιστούν ακόμη δικαιότερο ένα νομοσχέδιο που ήταν προς αυτή την κατεύθυνση», σύμφωνα με τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ. Ο ίδιος τόνισε την εκτενή, όπως είπε, διαβούλευση: «Κατατέθηκαν, έτσι, πάνω από 2.500 σχόλια, υπήρξαν συζητήσεις με όλους τους παραγωγικούς και επαγγελματικούς φορείς».