Υπήρξε «Ταξιτζού» στη μεγάλη οθόνη, «κολπατζού» στο σανίδι. Δύο τεράστιες επιτυχίες που καθιέρωσαν τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου ως μία από τις πιο αγαπημένες πρωταγωνίστριες της κωμωδίας.

Πριν από λίγες ημέρες η Δέσποινα Στυλιανοπούλου δεν έκρυψε την ενόχλησή της για τον ηθοποιό, Νίκο Ορφανό, που ισχυρίστηκε πως «πρέπει να φύγουν από το θέατρο τα ραμολιμέντα».

«Διδάχτηκα από τα ιερά τέρατα του θεάτρου-τον Αυλωνίτη, την Ντορ, τον Φωτόπουλο, τον Χατζηχρήστο, τη Βασιλειάδου-και αν δεν είχα συνεργαστεί μαζί τους, μπορεί να μην υπήρχα. Ο νέος ηθοποιός χωρίς έναν μεγάλο δίπλα του είναι… τυφλός. Να είναι προσγειωμένοι, να σέβονται τους παλαιότερους και να διδάσκονται από αυτούς. Και φυσικά οι νέοι να αγαπάνε τους γονείς τους και να μην τους πετάνε στα γηροκομεία», αναφέρει η γνωστή ηθοποιός.

Στα γυρίσματα της «Ταξιτζούς» κόντεψε να πνιγεί

Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, που μίλησε στην εφημερίδα Espresso, μέσα από την ταινία «Η Ταξιτζού» έκανε μόδα το ντύσιμο της ηρωίδας. Θυμάται όμως και πόσο κινδύνεψε η ζωή της. «Το ταξί βρισκόταν σε μια κατηφόρα και τσούλησε, ενώ νόμιζα ότι ήταν σταματημένο. Πήγα να μπω και να πατήσω φρένο, αλλά με παρέσυρε και βρέθηκα στη θάλασσα μαζί με το όχημα. Ευτυχώς, υπήρχαν κάποιοι δύτες εκεί και με έσωσαν, αλλά βγήκα έξω με σπασμένο το πόδι μου και φοβερούς πόνους. Έβαλα γύψο, αλλά στη συνέχεια κόντεψα να πάθω σηψαιμία. Το τι περνούσα δε λέγεται, έκλαιγα μέσα μου από τους φριχτούς πόνους, αλλά στη σκηνή κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα», αναφέρει.

Η σπαρακτική κραυγή της Βουγιουκλάκη
Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 μέχρι και το θάνατό της, το Αλικάκι, όπως τη λέει, ήταν η κολλητή φίλη της, που αποκαλούσε μάλιστα τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου χαϊδευτικά «ψιψίνα».

«Κάθε φορά που μιλάω για την Αλίκη μου φεύγει ένα δάκρυ», αναφέρει. Και προσθέτει: «Μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου ζούσε σε τραγικές στιγμές, ενώ ο κόσμος έξω, που υποτίθεται είχε πάει για να της συμπαρασταθεί, έτρωγε, γελούσε, συζητούσε. Τους άκουσε την τελευταία μέρα που έφυγε από τη ζωή και έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή. Ο γιατρός έτρεξε ανήσυχος κοντά της, όπως κι εγώ, κι έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. “Θέλετε κάτι, κ. Βουγιουκλάκη;”, τη ρώτησε εκείνος. “Θέλω να ζήσω”, του απάντησε εκείνη. Δυστυχώς “έφυγε” τόσο ξαφνικά. Ντρέπομαι που κανείς δεν έχει κάνει κάτι για τη μνήμη της. Πουλήθηκαν όλα τα σπίτια της, δεν έγινε ένα μουσείο, ούτε καν μια προτομή από γύψο για να μπει στον τάφο της. Αλλά τι λέω τώρα! Εδώ δεν της ανάβουν το καντήλι, της γυναίκας, λες και ήθελαν να την εξαφανίσουν».