Η γενική χρήση αντιβιοτικών στη κτηνοτροφία φαίνεται πως έχει οδηγήσει στην εμφάνιση μικροβίων που είναι πολύ πιο ανθεκτικά στο ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα, αναφέρουν επιστήμονες σε νέα έρευνά τους, τονίζοντας πως στην προσπάθειά μας να δημιουργήσουμε πιο παχιά κοτόπουλα τελικά «αδυνατίζουμε» την άμυνα του οργανισμού μας.

Η έρευνα εστιάζει στην αντιμικροβιακή κολιστίνη, η οποία χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες στην χοιροτροφία και την ορνιθοτροφία, ιδιαίτερα στην Κίνα, και είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του βακτηρίου E. coli (Εσερίχια κόλι), ώστε να μπορεί να «σπάει» την πρώτη γραμμή άμυνας του ανοσοποιητικού μας συστήματος.

Αν και η χρήση της κολιστίνης στις ζωοτροφές τελικά απαγορεύτηκε, τα ευρήματα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για μια σημαντική απειλή από την ακραία χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων στην κτηνοτροφία. Ο καθηγητής Craig MacLean, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας των επιστημόνων του Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, τονίζει: «Η έρευνα υπογραμμίζει τον κίνδυνο της αδιάκριτης χρήσης αντιβιοτικών στην κτηνοτροφία. Καταλήξαμε κατά λάθος να θέσουμε σε κίνδυνο το δικό μας ανοσοποιητικό σύστημα για να αποκτήσουμε πιο παχιά κοτόπουλα».

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Guardian, τα ευρήματα της έρευνας σημαίνουν «συναγερμό» για την ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών φαρμάκων ίδιας κατηγορίας με την κολιστίνη, γνωστά και ως αντιμικροβιακά πεπτίδια (AMPs). Σύμφωνα με τους επιστήμονες τέτοιου είδους αντιβιοτικά θα μπορούσαν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την έμφυτη ανθρώπινη ανοσία, καθώς τα AMPs παράγονται φυσικά και από τους περισσότερους ζωντανούς οργανισμούς ως πρώτη γραμμή άμυνας έναντι μιας μόλυνσης. Άρα αν κάποιο μικρόβιο γίνεται πιο ανθεκτικό έναντι των εν λόγω αντιβιοτικών, τότε γίνεται και ισχυρότερο έναντι του δικού μας ανοσοποιητικού συστήματος.

Η εκτεταμένη χρήση της κολιστίνης στα ζώα από τη δεκαετία του 1980 πυροδότησε την εμφάνιση και εξάπλωση του βακτηρίου E coli, το οποίο έφερε γονίδια αντίστασης στην κολιστίνη, γνωστά ως MCR-1. Τελικά αποφασίστηκε η απόσυρση του εν λόγω αντιβιοτικού από την κτηνοτροφία. Ο επιπολασμός ανθεκτικών στελεχών του E coli φαίνεται πως μειώθηκε κατακόρυφα από τότε που απαγορεύτηκε η κολιστίνη, υποδηλώνοντας πως αυτή αποτελούσε αυξητικό παράγοντα.

Όπως αποκαλύπτεται από τη νέα μελέτη, αυτά τα γονίδια επιτρέπουν στους παθογόνους μικροοργανισμούς να αποφύγουν πιο εύκολα τα AMPs που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο και της δικής μας ανοσολογικής απόκρισης. Μάλιστα όπως διαπιστώθηκε αυτή η δυνατότητα αυξάνεται κατά 62% σε σύγκριση με βακτήρια που δεν είχαν το εν λόγω γονίδιο. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν έναν θεμελιώδη κίνδυνο που δεν έχει εξεταστεί εκτενώς. «Εάν τα βακτήρια αναπτύξουν αντίσταση σε [φάρμακα που βασίζονται σε AMP], θα μπορούσαν επίσης να εξελίξουν την ανθεκτικότητά τους και σε έναν από τους πυλώνες του ανοσοποιητικού μας συστήματος», τονίζει ο MacLean.

Μια τρομερή παγκόσμια απειλή

Η μικροβιακή αντοχή, γράφει ο Guardian, αποτελεί μια τρομερή παγκόσμια απειλή. Ο ΟΗΕ έχει προειδοποιήσει ότι έως το 2050 ενδέχεται να χάνουν τη ζωή τους ετησίως έως και 10 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εξαιτίας των υπερμικροβίων και των υπεριών, δηλαδή αυτών που λόγω της ακραίας χρήσης των αντιβιοτικών έχουν προσαρμοστεί και έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητά τους. Αυτό σημαίνει πως εκτός των άλλων θα πρέπει να αναπτυχθούν και νέα αντιβιοτικά, καθώς τα σημερινά θα είναι αναποτελεσματικά.

Ο MacLean και οι συνεργάτες του δεν ζητούν να ανασταλεί οριστικά η ανάπτυξη φαρμάκων που βασίζονται στα AMPs, σημειώνουν ωστόσο πως απαιτούνται εξαιρετικά προσεκτικές εκτιμήσεις κινδύνου για την πιθανότητα ενίσχυσης της αντοχής των μικροβίων και τις πιθανές συνέπειες. «Δυνητικά υπάρχουν πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες», υπογραμμίζει.

Η Δρ Τζέσικα Μπλερ, από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη, σημείωσε: «Τα αντιμικροβιακά πεπτίδια (AMPs), συμπεριλαμβανομένης της κολιστίνης, έχουν ανακοινωθεί ως πιθανό μέρος της λύσης στην άνοδο των πολυανθεκτικών λοιμώξεων. Αυτή η μελέτη, ωστόσο, υποδηλώνει ότι η αντίσταση σε αυτά τα αντιμικροβιακά μπορεί να έχει ακούσιες συνέπειες στην ικανότητα των παθογόνων να προκαλούν μόλυνση και να επιβιώνουν μέσα στον ξενιστή».