Η χολίνη είναι μια σύνθετη ουσία απαραίτητη για τη χοληδόχο κύστη και για τη φυσιολογική ηπατική λειτουργία, το σχηματισμό λεκιθίνης, την παραγωγή ορμονών, και τη ρύθμιση του κεντρικού νευρικού συστήματος ενώ ερευνάται η πιθανότητα να έχει ευεργετική δράση στη θεραπεία και την πρόληψη ασθενειών που επηρεάζουν τον εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως οι νόσοι Πάρκινσον και Αλτσχάιμερ. Δυστυχώς όμως ακόμα δεν είναι πολύ γνωστή στο ευρύ κοινό.

Ως συμπλήρωμα διατροφής  διατίθεται σε δισκία και κάψουλες. Κυκλοφορεί επίσης και σε συνδυασμό με άλλα συστατικά όπως π.χ. το NAFLiver, το οποίο συνδυάζει την αποτελεσματικότητα του Prunus  Mume (ουρσολικό και ολεανολικό οξύ) με τη χολίνη.

Η χολίνη διασφαλίζει την φυσιολογική ηπατική λειτουργία και συμβάλλει στην πρόληψη της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος παράγοντας την φωσφατιδυλοχολίνη, η οποία αποτελεί δομικό συστατικό των όλων των κυτταρικών μεμβρανών. Η φωσφατιδυλοχολίνη (ονομάζεται και λεκιθίνη) είναι το κυρίαρχο φωσφολιπίδιο στα θηλαστικά άρα και στον άνθρωπο σε ποσοστό άνω του 50%.

Ταυτόχρονα παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολικό  σύνδρομο, επηρεάζοντας την παχυσαρκία και την ινσουλινοαντοχή.

Το μόριο της χολίνης ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα και αναγνωρίστηκε επίσημα από την επιστημονική κοινότητα ως βασικό θρεπτικό συστατικό μόλις πριν από 20 χρόνια. Η χολίνη δεν είναι ούτε βιταμίνη ούτε μέταλλο, ωστόσο συχνά κατατάσσεται στο σύμπλεγμα βιταμινών Β επειδή συνεργάζεται στενά με άλλες βιταμίνες του συμπλέγματος αυτού, ειδικά με το φολικό οξύ (βιταμίνη Β9) και την κοβαλαμίνη (βιταμίνη Β12), για την ομοιόσταση του λίπους έχοντας ως στόχο την καλή υγεία της καρδιάς, του ήπατος και του εγκεφάλου.

Σε περίπτωση ανεπάρκειας του οργανισμού σε χολίνη, παρατηρείται αύξηση του λιπώδους ιστού, υψηλότερος κίνδυνος ανάπτυξης χρόνιων ηπατικών βλαβών και ενδεχομένως ηπατικής ανεπάρκειας, αύξησης της πίεσης, έλκος στομάχου, δυσλειτουργίας των νεφρών ενώ στα έμβρυα έχει δυσμενή επίδραση στην ανάπτυξη του νευρικού ιστού.

Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι η χολίνη συμμετέχει και στο μεταβολισμό της ομοκυστεϊνης, επομένως είναι ευεργετική και για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων.

Επιπρόσθετα, η χολίνη παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολικό σύνδρομο επηρεάζοντας την παχυσαρκία και την ινσουλινοαντοχή.

Το θρεπτικό αυτό συστατικό παράγεται σε μικρές ποσότητες από τον οργανισμό μας ωστόσο είναι απαραίτητη η καθημερινή λήψη μεγαλύτερης ποσότητας μέσω της διατροφής ή των συμπληρωμάτων διατροφής.

Η χολίνη βρίσκεται σε ένα πλήθος τροφών, με κυριότερη πηγή τον κρόκο του αυγού.  Άλλες τροφές που περιέχουν την χολίνη είναι: οι γαρίδες, τα όστρακα, η σόγια, το μπρόκολο, το κουνουπίδι, τα σπαράγγια, το σπανάκι, το συκώτι, ο μπακαλιάρος, οι σαρδέλες, ο τόνος, το κοτόπουλο, η γαλοπούλα, τα μανιτάρια, οι ντομάτες, ο λιναρόσπορος, ο αρακάς κ.α.

*Από τον Στάθη Σκληρό, Γενικός Ιατρός και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Έρευνας & Εκπαίδευσης στην Πρωτοβάθμια  Φροντίδα Υγείας.