Με σημαντικές υλικές και κοινωνικές στερήσεις βρίσκεται αντιμέτωπο το 6% των νέων ηλικίας 15-29 ετών στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία του 2021 που δημοσιεύει η Eurostat.

Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό των νέων που υπέστησαν σημαντικές υλικές και κοινωνικές στερήσεις το 2021 καταγράφηκε στη Ρουμανία (23,1%) και ακολουθούν η Βουλγαρία (18,7%) και η Ελλάδα (14,2%).

Αντιθέτως, το ποσοστό αυτό ήταν μικρότερο του 3% σε 11 από τα 26 κράτη-μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία και συγκεκριμένα στο Λουξεμβούργο, την Πολωνία, τη Σουηδία, την Κύπρο, την Τσεχία, την Ολλανδία, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Φινλανδία, την Αυστρία και την Εσθονία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2021 το ποσοστό των νέων ηλικίας 15-29 ετών που κινδυνεύουν από φτώχεια έφτανε το 20,1%, έναντι 16,8% στον συνολικό πληθυσμό.

Μεταξύ 19 χωρών της ΕΕ, η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρείται στη Δανία (12,3% του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας έναντι 25,6% των νέων) και στη Σουηδία (15,7% έναντι 24,6%).

Στην Ελλάδα κοντά στον κίνδυνο της φτώχειας βρίσκεται το 26% των νέων, έναντι 19% του συνολικού πληθυσμού.

Σε οκτώ χώρες της ΕΕ, οι νέοι κινδυνεύουν λιγότερο από τη φτώχεια από ό,τι ο πληθυσμός συνολικά. Οι πιο αισθητές διαφορές παρατηρήθηκαν στη Λετονία (23,4% του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με το 17% των νέων), στη Μάλτα (16,9% έναντι 11,3%), στην Εσθονία (20,6% σε σύγκριση με 15,7%) και στην Κροατία ( 19,2% έναντι 14,7%).

Σημειώνεται ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι, σύμφωνα με τη Eurostat, το μερίδιο των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας, το οποίο ορίζεται στο 60% του μέσου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτός ο δείκτης δεν μετρά τον πλούτο ή τη φτώχεια, αλλά το χαμηλό εισόδημα σε σύγκριση με άλλους κατοίκους μιας χώρας, το οποίο δεν συνεπάγεται απαραίτητα χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

Το ποσοστό σημαντικής υλικής και κοινωνικής στέρησης (SMSD) είναι ένας δείκτης που δείχνει την επιβεβλημένη έλλειψη απαραίτητων και επιθυμητών αντικειμένων για μια επαρκή διαβίωση. Ο δείκτης κάνει διάκριση μεταξύ ατόμων που δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα συγκεκριμένο αγαθό, υπηρεσία ή κοινωνικές δραστηριότητες. Ορίζεται ως το ποσοστό του πληθυσμού που βιώνει αναγκαστική έλλειψη τουλάχιστον 7 από τα 13 είδη στέρησης τόσο σε επίπεδο νοικοκυριού, όσο και σε ατομικό επίπεδο.