Στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη υψηλότερη τιμή παραγωγού αγελαδινού γάλακτος μεταξύ των χωρών της ΕΕ, διαβίβασε στη Βουλή ο υφυπουργός Ανάπτυξης, Θανάσης Σκορδάς. Από το έγγραφο προκύπτει εξάλλου, ότι την τελευταία τριετία οι τιμές παραγωγού του εγχώριου αγελαδινού γάλακτος ακολουθούν σταθερά αυξητική πορεία, ενώ την ίδια ώρα η εγχώρια παραγωγή συρρικνώνεται.

Όπως ειδικότερα αναφέρεται στο έγγραφο και σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος και Κρέατος (ΕΛΟΓΑΚ), η μέση τιμή παραγωγού του αγελαδινού γάλακτος στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 2013 (τελευταία επίσημα στοιχεία) ήταν 45,2 λεπτά το λίτρο, ενώ τον αντίστοιχο μήνα του 2010 βρισκόταν στα 39,1 λεπτά το λίτρο. Η αυξητική τάση οφείλεται κυρίως στον συνδυασμό μειωμένης ελληνικής παραγωγής και αυξημένου κόστους εισροών στην ελληνική κτηνοτροφία, όπως αναφέρει ο κ. Σκορδάς.

Τα στοιχεία δείχνουν ακόμη ότι η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, την τελευταία οκταετία, συρρικνώνεται ενώ η εθνική ποσόστωση ανεβαίνει. Από περίπου 742.000 τόνους παραγωγής, με ποσόστωση 820.000 τόνους προ οκτώ ετών, φέτος πέσαμε σε περίπου 627.000 τόνους παραγωγής, με ποσόστωση 870.000 τόνους. Εξάλλου, ο αριθμός των αγελαδοτρόφων που πριν μια δεκαετία υπερέβαινε τις 8.500, σήμερα φθάνει μόλις τους 3.600.

Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα κατέχει για το 2013 (Ιανουάριος- Νοέμβριος 2013) την τέταρτη υψηλότερη τιμή παραγωγού αγελαδινού γάλακτος (44,5 λεπτά/kg), πίσω μόνο από την Κύπρο (57,5 λεπτά/kg), τη Μάλτα (52,7 λεπτά/kg) και τη Φινλανδία (45,6 λεπτά/kg). Όσον αφορά το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, η μέση σταθμισμένη τιμή του αγελαδινού γάλακτος των χωρών της ΕΕ για το ίδιο χρονικό διάστημα βρίσκεται στα 36,2 λεπτά το κιλό.

Όπως επισημαίνει στο σημείο αυτό ο κ. Σκορδάς, η διακύμανση των ελληνικών τιμών παραγωγού επηρεάζεται και από την τάση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών τιμών, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της παραγωγής του γιαουρτιού παράγεται από εισαγόμενο γάλα. Όταν οι ευρωπαϊκές τιμές είναι χαμηλές, πιέζονται οι Έλληνες αγελαδοτρόφοι από τις γαλακτοβιομηχανίες μέσω των εισαγωγών και είναι αναγκασμένοι να μειώσουν τις δικές τους τιμές. Και το αντίστροφο. Από τα μέσα του 2013 παρατηρείται μια έντονη αυξητική τάση, τόσο στις εγχώριες όσο και στις ευρωπαϊκές τιμές παραγωγού, λόγω της αυξημένης ζήτησης από τις αναδυόμενες αγορές σε συνδυασμό με την περιορισμένη προσφορά. Ωστόσο, η μέση τιμή παραγωγού στην Ευρώπη είναι διαχρονικά σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ΄ ό,τι στην Ελλάδα.

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ για την κατηγορία «Γάλα Νωπό Παστεριωμένο», η μεταβολή των λιανικών τιμών για το ίδιο χρονικό διάστημα ακολουθεί παρόμοια τάση με αυτή των τιμών του παραγωγού. Συμπερασματικά, οι λιανικές τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις διαχρονικά υψηλές τιμές παραγωγού σε σύγκριση με τις άλλες αγροτικές χώρες της ΕΕ, οι οποίες από το επίπεδο του παραγωγού έως και της τελικής κατανάλωσης είναι από τις υψηλότερες από στην ΕΕ.

Ως προς τη διάκριση ανάμεσα στο παστεριωμένο γάλα και στο γάλα υψηλής παστερίωσης- μακράς διαρκείας, ο υφυπουργός Ανάπτυξης δεν διστάζει να παρατηρήσει ότι είναι μια διάκριση που οδηγεί σε μια τεχνητή πόλωση της αγοράς και ότι η διάκριση μεταξύ παστεριωμένου που μπορεί να λέγεται φρέσκο των πέντε ημερών και του γάλακτος υψηλής παστερίωσης, είναι μια διάκριση που σχετίζεται με την εμπορική επικοινωνία του προϊόντος. Επισημαίνει δε, ότι το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει μόνο δυνητικά την αναφορά φρέσκο. «Εφόσον το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για το γάλα είναι είτε η μακρά διάρκεια είτε ο τεχνητός προσδιορισμός φρέσκο, η αγορά τείνει να κινείται μόνο στα δύο αυτά άκρα, χωρίς ενδιάμεσες επιλογές», αναφέρει ο υφυπουργός Ανάπτυξης παρατηρώντας ότι περισσότερες επιλογές σημαίνει αύξηση του ανταγωνισμού και μείωση τιμών. Σημειώνει επίσης ότι, κατά την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ο ισχυρισμός «φρέσκο» δεν συνιστά ισχυρισμό υγείας ή διατροφής.

Τα στοιχεία διαβιβάστηκαν μετά από ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Ιωάννη Μιχελογιαννάκη με θέμα «περίεργες αυξήσεις στις τιμές γάλακτος και στις τιμές προϊόντων γάλακτος υψηλής παστερίωσης».