Υποχρεωμένη να αποδείξει, τεκμηριωμένα, ότι η διαφορά μεταξύ τραπεζικών καταθέσεων και εισοδήματος του ελεύθερου επαγγελματία προέρχεται από αμοιβές είναι η φορολογική αρχή πριν επιβάλλει πρόστιμο, σύμφωνα με απόφαση του Β Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει περίπτωση δικηγόρου που μπήκε στο στόχαστρο του ΣΔΟΕ το οποίο μετά την διασταύρωση των στοιχείων που πραγματοποίησε διαπίστωσε ότι οι τραπεζικές καταθέσεις του υπερέβησαν τα δηλωθέντα εισοδήματά του.

Οι  φορολογικές αρχές θεώρησαν ότι τα ποσά που υπήρχαν στον τραπεζικό λογαριασμό του δικηγόρου ήταν αποκρυβείσα αμοιβή, που εισέπραξε για «την υπ ’αυτού παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του» και του επέβαλε πρόστιμο  συνολικού ύψους 634.178 ευρώ , λόγω μη έκδοσης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, κατά τα έτη 2001- 2009.

Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών μείωσε το ποσό στα 316.554 ευρώ αλλά ο δικηγόρος κατέθεσε αναίρεση με την υπόθεση να φτάνει στο ΣτΕ το οποίο και τελικά ακύρωσε το πρόστιμο.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν πως οι φορολογικές αρχές φέρουν καταρχήν, το βάρος απόδειξης των στοιχείων που συγκροτούν τη παράβαση του Κ.Β.Σ. για υποχρέωση του ελεύθερου επαγγελματία προς έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών και η  φορολογική αρχή «πρέπει, ιδίως, να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας».

Όπως αναφέρει το ΣτΕ η φορολογική αρχή εάν δεν προβεί σε τεκμηριωμένη κρίση, αλλά «απλώς θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης (επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, βάσει των   διατάξεων του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων επαγγελμάτων», τότε στην περίπτωση αυτή δεν ανταποκρίνεται στο  βάρος της  απόδειξης όπως έχει την υποχρέωση και τα πρόστιμα ακυρώνονται.