Τα φυσικά ισοζυγία (γεννήσειςθάνατοι) στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 είναι σταθερά αρνητικά (-4,3 χιλ. το 2011, -58,5 χιλ. το 2024) καθώς οι θάνατοι είναι όλο και περισσότεροι από τις γεννήσεις συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας (-715 χιλ. βάσει των εκτιμήσεων της ΕΛΣΤΑΤ ανάμεσα στην 1/1/2011 και την 1/1/2025).

Από την δεκαετία δε του ’90 μέχρι και σήμερα, έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί αποκτώντας και απογόνους. Έτσι ακόμη και αν ένα τμήμα τους εγκατέλειψε την Ελλάδα μετά το 2010, οι μη έχοντες ελληνική υπηκοότητα το 2024 αποτελούν ακόμη το 7,1% του συνολικού πληθυσμού μας συμβάλλοντας, εκτός των άλλων,  και στα φυσικά μας ισοζύγια.

Αυτά μεταξύ άλλων, τονίζει ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας (αφ) στο Παν. Θεσσαλίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών στο πρόσφατο ψηφιακό δελτίο του ΙΔΕΜ  (Focus 9/2025)  με θέμα: «Γεννήσεις, θάνατοι και φυσικά ισοζύγια στην Ελλάδα (2004-2024): η συμβολή των αλλοδαπών;».

Οι πληθυσμιακές πυραμίδες των Ελλήνων και των αλλοδαπών, αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης, διαφέρουν ακόμη και σήμερα σημαντικά, καθώς οι μη έχοντες ελληνική υπηκοότητα παραμένουν σαφώς νεότεροι  με τις αλλοδαπές σε αναπαραγωγική ηλικία να αποτελούν σήμερα το 11% περίπου του συνόλου των γυναικών 20-44 ετών. Οι αλλαγές δε της κατανομής των εισερχομένων μετά το 2014 ανά υπηκοότητα, σε συνδυασμό με την αλλαγή της νομοθεσίας για την απόκτηση ιθαγένειας και την μαζική φυγή από τη χώρα μας τμήματος των αλλοδαπών έχουν οδηγήσει όχι μόνον στην μείωση του πλήθους τους και του ποσοστού τους στον συνολικό πληθυσμό τα τελευταία χρόνια αλλά και στην αλλαγή της σύνθεσής τους. Οδήγησαν ειδικότερα στην αύξηση του ποσοστού των προερχομένων από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής που αποτελούν το 15% των αλλοδαπών το 2024 έναντι του <5% στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Το 15,2% των παιδιών γεννιούνται από αλλοδαπές μητέρες

Με βάση τα προαναφερθέντα είναι επόμενο, τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης, οι αλλοδαποί να συνεισφέρουν και στα συνολικά φυσικά ισοζύγια της χώρας μας. Ποια όμως, η συνεισφορά αυτή; Από την ανάλυση των διαθέσιμων από την ΕΛΣΤΑΤ δεδομένων (γεννήσεις και θάνατοι ανά υπηκοότητα) για το 2004-2024 διαπιστώνεται ότι οι θάνατοι των αλλοδαπών αποτελούν μόλις το 1,8% των 2,43 εκατ. καταγραφέντων θανάτων της περιόδου αυτής ενώ οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες το 15,2% των 2,06 εκατ. γεννήσεων της ιδίας περιόδου. Η πολύ χαμηλή συνεισφορά των αλλοδαπών στους θανάτους δεν εκπλήσσει καθώς ενώ οι αλλοδαποί αποτελούν το 7 – 9% του συνολικού πληθυσμού την τελευταία εικοσαετία, το ειδικό βάρος των 65 ετών και άνω σε αυτούς είναι 3,5 φορές μικρότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων (6,7% έναντι του 24,6% το 2024).

Δεν εκπλήσσει όμως και η υψηλή συνεισφορά τους στις γεννήσεις που οφείλεται σε δυο παράγοντες: α) στην νεότητα του πληθυσμού τους καθώς το % των αλλοδαπών γυναικών 20-44 ετών στο συνολικό πληθυσμό των μη εχόντων ελληνική υπηκοότητα γυναικών  ήταν και παραμένει σαφώς υψηλότερο από το ποσοστό των Ελληνίδων αναπαραγωγικής ηλικίας στον συνολικό γυναικείο πληθυσμό των Ελληνίδων (39,6% στις αλλοδαπές έναντι του 26,65% στις Ελληνίδες το 2024) και, β) στο ότι οι αλλοδαπές κάνουν κατά μέσο όρο λίγο περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες.

Η συμβολή των αλλοδαπών ήταν επομένως σημαντική, αναφέρει  ο κ. Κοτζαμάνης,  καθώς το φυσικό τους ισοζύγιο το 2004-24 είχε ένα σημαντικό πλεόνασμα γεννήσεων έναντι θανάτων  (+259 χιλ.) σε αντίθεση με αυτό των Ελλήνων που ήταν αρνητικό (724 χιλ. περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις). Το θετικό όμως αυτό Φ.Ι των αλλοδαπών δεν μπόρεσε να αντισταθμίσει το αρνητικό Φ.Ι των Ελλήνων: απλώς  έδωσε ένα τελικό αρνητικό ισοζύγιο το 2004-2024 που εγγίζει τις 465 χιλ. αντί των 724 χιλ. που θα καταγραφόταν χωρίς αυτούς.

Επομένως, εν απουσία αλλοδαπών όχι μόνον η μείωση του πληθυσμού μας θα είχε ξεκινήσει πολύ πριν από το 2011, επισημαίνει ο συντάκτης του άρθρου αλλά και η γήρανσή του θα ήταν ταχύτερη και τα Φυσικά Ισοζύγια  της χώρας μας θα ήταν αρνητικά πολύ νωρίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ενώ οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας που κυμάνθηκαν από 1,5 (μέγιστο) έως 1,2 παιδιά/γυναίκα (ελάχιστο) το 2004-24 θα ήταν ακόμη χαμηλότεροι. Η συμβολή όμως, των αλλοδαπών στους ετήσιους αυτούς  δείκτες ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν στις γεννήσεις.

Αν και οι αλλοδαπές αποκτούν περισσότερα παιδιά κατά μέσο όρο με αποτέλεσμα οι ετήσιοι δείκτες τους να είναι υψηλότεροι από τους αντίστοιχους των Ελληνίδων (υψηλότεροι κατά +0,4 -ελάχιστο- έως +1,1 παιδιά/γυναίκα -μέγιστο-), αυτό πολύ λίγο επηρέασε τους συνολικούς ετήσιους δείκτες της εξεταζόμενης περιόδου. Οι δείκτες αυτοί εν απουσία αλλοδαπών θα ήταν χαμηλότεροι μόλις κατά 0,03 -ελάχιστο- έως 0,12 παιδιά/γυναίκα -μέγιστο- (το 2009 π.χ που οι αλλοδαπές είχαν και την μέγιστη συμβολή, εν απουσία τους ο ετήσιος δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας θα ήταν 1,38 αντί του 1,5 παιδιά/γυναίκα).

Η «γεωγραφία» των γεννήσεων

Πώς, όμως, είναι δυνατόν, ενώ οι αλλοδαπές αποκτούν περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες και οι γεννήσεις τους αποτελούν το 15% του συνόλου την εξεταζόμενη περίοδο η συμβολή τους στους συνολικούς συγχρονικούς (ετήσιους) δείκτες γονιμότητας να είναι τόσο μικρή; Η απάντηση είναι απλή: οι αλλοδαπές αποτελούν το 2004-24 μόλις το 9,5-12,5% του συνόλου των γυναικών 20-44 ετών και για τον λόγο αυτό οι δείκτες τους έχουν μικρό «βάρος». Για να επηρέαζαν σημαντικά του ετήσιους δείκτες γονιμότητας θα έπρεπε να «ζύγιζαν» πολύ περισσότερο (το ποσοστό τους δηλαδή στο συνολικό γυναικείο πληθυσμό αναπαραγωγικής ηλικίας της χώρας μας θα έπρεπε να ήταν πολύ υψηλότερο). Πρέπει, όμως, ταυτόχρονα να αναφερθεί ότι όλες οι αλλοδαπές δεν κάνουν περισσότερα παιδιά από τις Ελληνίδες, καθώς όσες προέρχονται από τις ευρωπαϊκές χώρες κάνουν λίγο περισσότερα παιδιά, ενώ οι προερχόμενες από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ασίας και της Αφρικής έχουν σαφώς υψηλότερη γονιμότητα τόσο από τις Ελληνίδες όσο και από τις άλλες αλλοδαπές.

Οι γυναίκες όμως, από τις χώρες αυτές αποτελούν λιγότερο από το 1/5 του συνολικού αριθμού των αλλοδαπών γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Έτσι, παρόλο που έχουν υψηλότερη γονιμότητα από τις άλλες αλλοδαπές -και προφανώς και από τις Ελληνίδες-, επηρεάζουν λίγο τους ετήσιους δείκτες γονιμότητας. Κατ’ επέκταση, για να αυξηθούν σημαντικά οι ετήσιοί  δείκτες στο μέλλον, θα πρέπει να αυξηθεί υπολογίσιμα όχι τόσο το πλήθος και το ποσοστό των αλλοδαπών γυναικών 20-44 ετών, αλλά, κυρίως, το πλήθος και το ποσοστό αυτών που προέρχονται από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας. Αλλά, ακόμη και αν αυτό συμβεί, η αύξηση των δεικτών θα είναι προσωρινή, καθώς οι αλλοδαπές και τα παιδιά τους μετά από κάποια χρόνια – αν παρέμεναν στην Ελλάδα- θα περιόριζαν τη γονιμότητά τους που θα συνέκλινε προοδευτικά με αυτή των «γηγενών» όπως έχει γίνει και σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες με μακρά μεταναστευτική παράδοση. Επομένως, οι αλλοδαπές δεν αποτελούν τη «λύση» για τη χαμηλή γονιμότητα της χώρας μας που υπολείπεται μετά το 1990 σημαντικά του απαιτούμενου ορίου αναπαραγωγής (των 2,07 παιδιά/ γυναίκα).

Σε δηλώσεις του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο ο κ. Κοτζαμάνης τονίζει ότι αν και η μετανάστευση δεν αποτελεί τη λύση για την χαμηλή γονιμότητα των γενεών που γεννηθήκαν μετά το 1980, παρόλα αυτά, ένα θετικό  και ισορροπημένο ανά φύλο  ισοζύγιο εισόδων – εξόδων αλλοδαπών τις επόμενες δεκαετίες θα επιβράδυνε όχι μόνον την αναμενόμενη μείωση των ατόμων εργάσιμης ηλικίας -και κατ’ επέκταση και των εργαζομένων-, αλλά και αυτή του πλήθους των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία. Θα προσέθετε έτσι χιλιάδες επιπλέον γεννήσεις ετησίως συνεισφέροντας θετικά -όπως και το 2004-2024- στο συνολικό φυσικό ισοζύγιο της χώρας μας περιορίζοντας την υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων .