Η τραγική απώλεια της 28χρονης Σπυριδούλας, που «έσβησε» ξαφνικά μέσα στο νοσοκομείο της Άρτας έπειτα από αλλεργικό σοκ κατά τη χορήγηση αντιβίωσης, έχει βυθίσει στο πένθος την οικογένεια και τους φίλους της, προκαλώντας ταυτόχρονα αγανάκτηση και ερωτήματα για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες χάθηκαν δύο ζωές – της ίδιας και του αγέννητου παιδιού της.

Η διαδικασία εκταφής της σορού της άτυχης 28χρονης έχει ολοκληρωθεί και τη Δευτέρα θα ξεκινήσει η διενέργεια νεκροψίας – νεκροτομής καθώς και τοξικολογικών εξετάσεων.

Από την εκταφή και τις τοξικολογικές εξετάσεις που θα διενεργηθούν αναμένεται να δοθούν απαντήσεις αν όντως η 28χρονη γυναίκα πέθανε λόγο της αλλεργικής αντίδρασης που παρουσίασε από την χορήγηση αντιβίωσης.

Υπενθυμίζεται πως η οικογένεια της 28χρονης είχε καταθέσει μήνυση στον εισαγγελέα της Άρτας για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.

«Υπάρχει η ΕΔΕ και η εισαγγελική έρευνα και θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις πώς χάθηκαν μέσα στο νοσοκομείο αυτές οι δύο ζωές. Πρέπει να δούμε εάν τηρήθηκε το πρωτόκολλο και να έδρασαν έγκαιρα οι γιατροί», είπε ο Μιχάλης Γιαννάκος.

Ο ιατροδικαστής, Δημήτρης Γαλεντέρης, ανέφερε πως μέσω των εξετάσεων που θα γίνουν θα αποδειχτεί αν τον θάνατο προκάλεσε η αναφυλακτική αντίδραση.

«Εάν υπάρχουν κρατημένα δείγματα στο νοσοκομείο μπορούμε να μάθουμε και ποια ουσία το προκάλεσε. Ζητήσαμε να κρατηθούν τα δείγματα από το Μικροβιολογικό και ο εισαγγελέας έκανε δεκτό το αίτημά μας».

Ο Νικόλαος Μήκος εξήγησε πως αναφυλακτικό σοκ είναι κάτι που γίνεται ξαφνικά και πρέπει να δράσεις γρήγορα για να το σταματήσεις.

«Ο λόγος που παίρνουμε συνήθως αντιβίωση το πρωί, είναι για να έχουμε χρόνο να αντιδράσουμε. Στο νοσοκομείο γίνεται ενδοφλέβια. Κάποιες φορές ένα αντιβιοτικό μπορεί να βγάλει ένα εξάνθημα, και στο μέλλον να γίνει κάτι πιο σοβαρό. Νοσηλευτής δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το αλλεργικό σοκ γιατί γίνεται ξαφνικά. Και το μόνο φάρμακο που το σταματάει είναι η αδρεναλίνη».

Σύμφωνα με τον κ. Γαλεντέρη, καθώς η αδρεναλίνη είναι μία ουσία που παράγεται από τον οργανισμό μας, από τις τοξικολογικές εξετάσεις δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποια είναι η εξωγενής και ποια η ενδογενής ποσότητα.