Το ζήτημα της στέγης έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο καυτές κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις της τρέχουσας περιόδου. Η πρόσβαση σε προσιτή κατοικία για νέους, οικογένειες και χαμηλόμισθους εργαζόμενους αποδεικνύεται ολοένα και πιο δύσκολη, καθώς οι τιμές ενοικίων αυξάνονται αδιάκοπα, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα και σε τουριστικούς προορισμούς. Η ελληνική κοινωνία βλέπει ολοένα και περισσότερες περιοχές – από τα κεντρικά της Αθήνας μέχρι τα νησιά του Αιγαίου – να γίνονται απαγορευτικές για το μέσο νοικοκυριό, μετατρέποντας το «δικαίωμα στη στέγη» σε καθημερινό πονοκέφαλο.
Το οικονομικό επιτελείο παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, γνωρίζοντας ότι η αγορά κατοικίας δεν επηρεάζει μόνο την κοινωνική συνοχή αλλά και τη δυναμική της οικονομίας. Κατά κοινή παραδοχή, κάθε χρόνο απαιτούνται νέες παρεμβάσεις, προσαρμογές και επεκτάσεις μέτρων, ώστε να συγκρατηθεί η πίεση. Η αίσθηση είναι πως το στεγαστικό πρόβλημα έχει πάψει να είναι μία «παροδική δυσκολία» και έχει μετατραπεί σε μόνιμη πρόκληση.
Οι εξαγγελίες στη ΔΕΘ
Στο πλαίσιο αυτό, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας το Σάββατο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε την παράταση έως το 2026 της απαγόρευσης νέων βραχυχρόνιων μισθώσεων τύπου Airbnb στα τρία πρώτα διαμερίσματα του Δήμου Αθηναίων. Το μέτρο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά φέτος και στόχευε να απελευθερώσει κατοικίες από την τουριστική εκμετάλλευση, ώστε να επιστρέψουν στη μακροχρόνια μίσθωση. Η ανακοίνωση θεωρήθηκε αναμενόμενη από την αγορά, ωστόσο η πραγματική «είδηση» ήρθε την επόμενη ημέρα.
Κατά τη συνέντευξη Τύπου της Κυριακής, ο κ. Μητσοτάκης άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης του μέτρου και σε άλλες περιοχές της χώρας. «Είμαι ανοιχτός να εφαρμόσω αντίστοιχους περιορισμούς όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις ή τουριστικούς προορισμούς, όπου η πίεση στη στέγη είναι έντονη», δήλωσε, υπογραμμίζοντας ότι η κυβέρνηση θα λάβει τις τελικές αποφάσεις μέσα στους επόμενους δύο μήνες, αφού πρώτα μελετήσει προσεκτικά τα διαθέσιμα δεδομένα.
Τα κίνητρα για τις μακροχρόνιες μισθώσεις

Η συζήτηση δεν περιορίζεται μόνο στους περιορισμούς. Παράλληλα, η κυβέρνηση σχεδιάζει και την επέκταση των φορολογικών κινήτρων που θεσπίστηκαν πέρσι με σκοπό να ενθαρρύνουν τους ιδιοκτήτες να διαθέσουν ξανά τα ακίνητά τους στη μακροχρόνια αγορά. Η ρύθμιση προβλέπει ότι διαμερίσματα έως 120 τ.μ., τα οποία παρέμεναν κενά ή είχαν χρησιμοποιηθεί για βραχυχρόνιες μισθώσεις και πλέον εκμισθώνονται με συμβόλαιο τουλάχιστον τριετούς διάρκειας έως την 31η Δεκεμβρίου 2025, απαλλάσσονται από τον φόρο εισοδήματος για τρία χρόνια.
Με το βλέμμα στο μέλλον, ο στόχος είναι το κίνητρο αυτό να ισχύσει και για το 2026, ώστε να αυξηθεί περαιτέρω η προσφορά κατοικιών σε προσιτές τιμές. Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι η επέκταση του μέτρου δεν θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό, καθώς το δημοσιονομικό κόστος έχει ήδη υπολογιστεί σε 3 εκατ. ευρώ για το 2025 και 13 εκατ. ευρώ για το 2026 – ποσά σχετικά μικρά για τα μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά με σημαντικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Το κοινωνικό αποτύπωμα
Πίσω όμως από τους αριθμούς, υπάρχουν οι πραγματικές ιστορίες των πολιτών. Νέοι εργαζόμενοι που αναζητούν σπίτι κοντά στον χώρο εργασίας τους, οικογένειες που μετακινούνται στα προάστια λόγω αδυναμίας να πληρώσουν τα ενοίκια στο κέντρο, ηλικιωμένοι που δυσκολεύονται να διατηρήσουν την κατοικία τους σε περιοχές με αυξημένη ζήτηση. Το στεγαστικό πρόβλημα δεν είναι απλώς μία οικονομική εξίσωση· είναι μία καθημερινή πραγματικότητα που επηρεάζει την ποιότητα ζωής και την κοινωνική κινητικότητα.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν δεν αφορούν μόνο τους αριθμούς αλλά και την ίδια τη φυσιογνωμία των πόλεων. Η υπερβολική εξάρτηση από βραχυχρόνιες μισθώσεις αλλοιώνει τις γειτονιές, διώχνει τους μόνιμους κατοίκους και αλλάζει τον κοινωνικό ιστό. Από την άλλη, η τουριστική οικονομία παραμένει βασικός πυλώνας ανάπτυξης, και γι’ αυτό απαιτούνται ισορροπίες.
Οι επόμενες κινήσεις
Το επόμενο διάστημα θεωρείται καθοριστικό. Η απόφαση για το αν η απαγόρευση θα επεκταθεί σε περισσότερες περιοχές – και ποιες θα είναι αυτές – θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή που θα έχει η αγορά κατοικίας τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα, οι συζητήσεις γύρω από τα φορολογικά κίνητρα αναμένεται να συνεχιστούν, με στόχο να βρεθεί μία λύση που θα απελευθερώσει περισσότερα σπίτια για μακροχρόνια μίσθωση χωρίς να αποθαρρύνει τους ιδιοκτήτες.
Αναλυτές της αγοράς εκτιμούν ότι καμία μεμονωμένη πολιτική δεν μπορεί να λύσει από μόνη της το πρόβλημα. Ωστόσο, η συνδυαστική εφαρμογή περιορισμών στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, φορολογικών κινήτρων και νέων στεγαστικών προγραμμάτων μπορεί να συμβάλει σε μία σταδιακή αποκλιμάκωση. Η πρόκληση είναι μεγάλη: να δημιουργηθεί μία αγορά που θα είναι βιώσιμη για ιδιοκτήτες, δίκαιη για ενοικιαστές και φιλική για την κοινωνία συνολικά.
Το σίγουρο είναι ότι η συζήτηση γύρω από το στεγαστικό δεν θα τελειώσει σύντομα. Με τις πιέσεις στην αγορά να συνεχίζονται, η στέγη θα παραμείνει στην κορυφή της πολιτικής και κοινωνικής ατζέντας για τα επόμενα χρόνια.