Μπροστά σε ένα ζήτημα υψηλής πολιτικής και κοινωνικής βαρύτητας βρίσκεται η κυβέρνηση, καθώς ανακύπτει εκ νέου το θέμα της εφαρμογής των περικοπών στις συντάξεις χηρείας του ιδιωτικού τομέα. Η εκκρεμότητα αυτή, που χρονολογείται από το 2020, παραμένει άλυτη για περισσότερα από έξι χρόνια, δημιουργώντας ένα περιβάλλον αβεβαιότητας για χιλιάδες συνταξιούχους και αυξάνοντας τον βαθμό δυσκολίας για την τελική κυβερνητική απόφαση.
Η συζήτηση εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου έχει διαμορφώσει δύο βασικές τάσεις. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Επικρατείας, Κωστής Χατζηδάκης, έχει ταχθεί υπέρ της πλήρους εφαρμογής του υφιστάμενου πλαισίου, στη λογική της ενιαίας μεταχείρισης όλων των ασφαλισμένων ανεξαρτήτως ταμείου. Η θέση αυτή, αν και αναγνωρίζεται ότι συνεπάγεται σημαντικό πολιτικό κόστος, θεωρείται αναγκαία για λόγους ισονομίας. Αντιθέτως, η υπουργός Εργασίας κ. Νίκη Κεραμέως εμφανίζεται επιφυλακτική, τονίζοντας τις κοινωνικές συνέπειες που θα έχει μια δραστική περικοπή του εισοδήματος για χιλιάδες χήρες και χήρους, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένου κόστους διαβίωσης.
Το πρόβλημα εστιάζεται σε περίπου 100.000 δικαιούχους συντάξεων χηρείας στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η σύνταξη χηρείας καταβάλλεται σε ποσοστό 70% της σύνταξης του θανόντος. Ωστόσο, εφόσον ο δικαιούχος εργαστεί ή αποκτήσει σύνταξη ιδίου δικαιώματος, το ποσοστό αυτό θα πρέπει μετά την πάροδο τριετίας να μειώνεται στο 35%. Ο κανόνας αυτός εφαρμόστηκε κανονικά από το 2020 στον δημόσιο τομέα και στον ΟΓΑ, αλλά όχι στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα σημαντικό νομικό και πολιτικό κενό.
Σήμερα, το κυβερνητικό επιτελείο καλείται να απαντήσει σε δύο κρίσιμα ερωτήματα:
- Πρώτον, αν οι περικοπές θα εφαρμοστούν αναδρομικά, οδηγώντας χιλιάδες δικαιούχους στην επιστροφή ποσών που εισέπραξαν την τελευταία εξαετία.
- Δεύτερον, αν θα επιλεγεί μια πιο «ήπια» εκδοχή εφαρμογής του νόμου, ώστε να αποφευχθούν ακραίες κοινωνικές αντιδράσεις, έστω και αν παραμείνει μια μορφή ανισότητας σε σχέση με τους συνταξιούχους του δημοσίου.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια για τον περιορισμό των απωλειών:
- Μερική εφαρμογή των μειώσεων – Στην περίπτωση που ο δικαιούχος λαμβάνει δύο συντάξεις, η περικοπή να αφορά μόνο τη μικρότερη.
- Στοχευμένες περικοπές στην εθνική σύνταξη – Μείωση κατά 35% μόνο του τμήματος των 427 ευρώ, χωρίς να αγγίζεται το ανταποδοτικό μέρος.
- Σταδιακή επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Σε δόσεις, ώστε να μειωθεί η κοινωνική και οικονομική επιβάρυνση.
Το ζήτημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία λόγω του μεγέθους των ποσών που διακυβεύονται. Σύμφωνα με υπολογισμούς, για μια χήρα που λαμβάνει σήμερα 900 ευρώ σύνταξη, η περικοπή θα μπορούσε να μειώσει το μηνιαίο ποσό σε περίπου 650 ευρώ, εφόσον εφαρμοστεί το σενάριο της οριζόντιας μείωσης. Σε περίπτωση δε αναδρομικής αναζήτησης, τα ποσά που θα κληθούν να επιστρέψουν οι δικαιούχοι μπορεί να ανέλθουν σε αρκετές χιλιάδες ευρώ, γεγονός που θα προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις σε νοικοκυριά που ήδη πιέζονται από τις αυξημένες δαπάνες.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να αποφύγει την αναδρομικότητα, καθώς αυτή θα οδηγούσε σε κοινωνική αναστάτωση και πολιτικό κόστος που δύσκολα μπορεί να απορροφηθεί. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να αναζητηθεί μια ενδιάμεση λύση, η οποία θα περιορίσει μεν τις δαπάνες του ασφαλιστικού συστήματος, χωρίς να επιβάλει δυσβάστακτα βάρη σε χιλιάδες οικογένειες.
Η τελική απόφαση αναμένεται έως το τέλος του έτους και θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ατζέντα της κυβέρνησης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Το σίγουρο είναι ότι η διαχείριση του ζητήματος των συντάξεων χηρείας θα αποτελέσει ένα από τα πιο δύσκολα τεστ κοινωνικής πολιτικής της τρέχουσας περιόδου.