Μπορεί εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία οι τιμές του φυσικού αερίου να έχουν αυξηθεί με αποτέλεσμα το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας να είναι δυσβάσταχτο για ένα μέσο νοικοκυριό, ωστόσο «το κόστος των ανανεώσιμων πηγών έχει αλλάξει ελάχιστα. Ως εκ τούτου πολλοί πωλητές ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλού κόστους πιάνουν την καλή, όπως και οι έμποροι που αγόραζαν ενέργεια στις χαμηλότερες προπολεμικές τιμές» τονίζει ο βραβευμένος με Νόμπελ στα Οικονομικά Τζόζεφ Στίγκλιτς.

«Ενώ αυτοί οι παράγοντες της αγοράς αποκομίζουν κέρδη δισεκατομμυρίων, οι λογαριασμοί ηλεκτρικής ενέργειας των καταναλωτών εκτινάσσονται στα ύψη», αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Columbia και μέλος της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Μεταρρύθμιση της Διεθνούς Εταιρικής Φορολογίας με άρθρο του στην εφημερίδα Ναυτεμπορική. «Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί με μια οικονομία σε καιρό ειρήνης. Καμία χώρα δεν επικράτησε ποτέ σε έναν σοβαρό πόλεμο αφήνοντας μόνες τις αγορές», προσθέτει.

Και συνεχίζει σημειώνοντας πως «εν των μεταξύ, νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις ωθούνται στο χείλος του γκρεμού, ενώ ακόμη και ορισμένες μεγάλες εταιρείες έχουν ήδη χρεοκοπήσει. Τον περασμένο μήνα η Uniper, μια μεγάλη εταιρεία που προμηθεύει το ένα τρίτο του φυσικού αερίου της Γερμανίας, “εθνικοποιήθηκε”, κοινωνικοποιώντας ουσιαστικά τις τεράστιες απώλειές της. Η ευρωπαϊκή αρχή περί “καμίας κρατικής βοήθειας” παραμερίστηκε, κυρίως επειδή οι Ευρωπαίοι ηγέτες κινήθηκαν πολύ αργά στο να αλλάξουν μια δομή της αγοράς που δεν ήταν σχεδιασμένη για πόλεμο».

Κατά τον κύριο Στίγκλιτς, οι οικονομολόγοι αγαπούν την τιμολόγηση οριακού κόστους επειδή παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα και επειδή οι διανεμητικές της συνέπειες τείνουν να είναι μικρές και εύκολα διαχειρίσιμες σε κανονικούς καιρούς. Αλλά τώρα, τα αποτελέσματα κινήτρων του συστήματος είναι μικρά και τα διανεμητικά του αποτελέσματα είναι τεράστια. Βραχυπρόθεσμα, οι καταναλωτές και οι μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να χαμηλώσουν τον θερμοστάτη τους τον χειμώνα και να τον ανάψουν το καλοκαίρι, αλλά οι ολοκληρωμένες επενδύσεις εξοικονόμησης ενέργειας χρειάζονται χρόνο για να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν.

«Ευτυχώς, συνεχίζει, υπάρχει ένα απλούστερο σύστημα (ήδη υπό συζήτηση σε ορισμένες χώρες και ήδη εφαρμόζεται εν μέρει σε άλλες) που θα διατηρήσει τα περισσότερα από τα κίνητρα της τιμολόγησης οριακού κόστους χωρίς τα διανεμητικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με ένα μη γραμμικό πλαίσιο τιμολόγησης, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αγοράσουν το 90% της προσφοράς του προηγούμενου έτους στην τιμή του προηγούμενου έτους και το 91% – 110% της προσφοράς, ας πούμε, στο 150% της τιμής του προηγούμενου έτους, πριν την έναρξη της τιμής οριακού κόστους».

«Κάτι πρέπει επίσης να γίνει για την άνοδο των τιμών των τροφίμων»

Εκτιμά δε πως «κάτι πρέπει επίσης να γίνει για την άνοδο των τιμών των τροφίμων. Μετά από μισό αιώνα πληρωμών στους αγρότες των ΗΠΑ για να μην καλλιεργούν (παλιά μέθοδος στήριξης των γεωργικών τιμών), τώρα θα πρέπει να τους πληρώσουμε για να παράγουν περισσότερα. Τέτοιες αλλαγές έχουν γίνει επιτακτικές. Όπως κατάλαβαν οι Βιετναμέζοι, οι πόλεμοι κερδίζονται τόσο στο πολιτικό μέτωπο όσο και στο πεδίο της μάχης. Ο σκοπός της επίθεσης του Τετ το 1968 δεν ήταν να κερδίσει έδαφος αλλά να αλλάξει τον πολιτικό υπολογισμό του πολέμου και λειτούργησε. Η ήττα της Ρωσίας προφανώς θα απαιτήσει περισσότερη βοήθεια για την Ουκρανία. Αλλά θα απαιτήσει επίσης μια καλύτερη οικονομική απάντηση από την πλευρά της Δύσης ευρύτερα. Αυτό ξεκινά με τον επιμερισμό μεγαλύτερου βάρους μέσω των απροσδόκητων φόρων επί των κερδών, τον έλεγχο των βασικών τιμών – όπως αυτές για την ηλεκτρική ενέργεια και τα τρόφιμα – και ενθαρρύνοντας τις κρατικές παρεμβάσεις όπου είναι απαραίτητο για την άμβλυνση των κρίσιμων ελλείψεων».

Και καταλήγει: «Ο νεοφιλελευθερισμός, βασισμένος σε απλοϊκές ιδέες για το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν οι αγορές που αδυνατούν να κατανοήσουν πώς λειτουργούν πραγματικά, δεν λειτούργησε ακόμη και σε καιρό ειρήνης. Δεν πρέπει να επιτραπεί να μας εμποδίσει να κερδίσουμε αυτόν τον πόλεμο».