Το ΔΝΤ αξιολόγησε σήμερα θετικά την εύρωστη οικονομία της Νορβηγίας, καλώντας ωστόσο την κυβέρνησή της να χαλιναγωγήσει τις μισθολογικές αυξήσεις στον πετρελαϊκό τομέα της προκειμένου να είναι καλύτερα προετοιμασμένη απέναντι στην πρόκληση που συνιστά η γήρανση του πληθυσμού και το βάρος που αναμένεται να έχει αυτό στο συνταξιοδοτικό της σύστημα.

«Η νορβηγική οικονομία συνεχίζει να συμπεριφέρεται καλά», υπογραμμίζει το Ταμείο στην προκαταρκτική του έκθεση για την πορεία της σκανδιναβικής χώρας.

Επισημαίνοντας πως το νορβηγικό ΑΕΠ, εκτός των υδρογονανθράκων και των θαλασσίων μεταφορών, έχει αυξηθεί κατά 2,5 και 3% την τελευταία διετία, ο διεθνής οικονομικός οργανισμός εκτιμά πως είναι πιθανόν η ανάπτυξη να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα σε αυτόν τον ρυθμό, προβλέποντας ότι μπορεί να φθάσει το 2,7% τη φετινή χρονιά. Από την πλευρά του, το Όσλο προβλέπει ανάπτυξη 2,6%.

Με κύρια χαρακτηριστικά τη μικρή ανεργία και τον ισχνό πληθωρισμό, η νορβηγική οικονομία – η οποία ως κινητήριο μοχλό της έχει την πετρελαϊκό τομέα και τις συναφείς με αυτόν δραστηριότητες – δεν είναι ωστόσο άμοιρη προκλήσεων.

Μάλιστα, από την πλευρά του το ΔΝΤ σημειώνει τέσσερις: την αύξηση των μισθών στον πετρελαϊκό τομέα που μειώνει την ανταγωνιστικότητα με τους άλλους κλάδους της βιομηχανίας, τις υπερβάλλουσες κρατικές δαπάνες με γνώμονα τα πλουσιοπάροχα έσοδα από το πετρέλαιο, την αύξηση των τιμών στα ακίνητα, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση των νοικοκυριών, και την γήρανση του πληθυσμού.

Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για τη συνταξιοδότηση σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το ΔΝΤ προτείνει τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικών παροχών, αλλά επίσης και την χαλιναγώγηση των αποδοχών στον πετρελαϊκό τομέα. Στη Νορβηγία, τα έσοδα από πετρέλαιο διαχωρίζονται από τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα και τοποθετούνται σε ειδικό ασφαλιστικό ταμείο, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο.

Προκειμένου να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της, που παρά ταύτα είναι ελλειμματικός, η κυβέρνηση μπορεί να αντλήσει έως και ένα 4% από τα διαθέσιμά του, ένα ποσό που αντιστοιχεί στις αποδόσεις αυτού του απύθμενου αυτού ταμείου. Μολαταύτα, πολλοί οικονομολόγοι εκτιμούν πως αυτό το 4% είναι ένας υπερβολικός αριθμός, εκτιμώντας πως οι αποδόσεις του ταμείου είναι μικρότερες και πως η άντληση κεφαλαίου από αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την καταβολή των μελλοντικών συντάξεων.

Το 2013, που είναι επιπλέον ένα κρίσιμης σημασίας εκλογικό έτος, η κεντροαριστερή κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το 3,3% του ταμείου αυτού, σύμφωνα με τη διορθωτική νομοθεσία για τα χρηματοοικονομικά που κατατέθηκε στις 7 Μαΐου. Μολαταύτα, και το επίπεδο αυτό θεωρείται υπερβολικό από μερίδα οικονομικών αναλυτών και της αντιπολίτευσης. Στο παρελθόν, η ίδια κυβέρνηση είχε απορρίψει την ιδέα να μειώσει στο 3% το ποσοστό αυτό.