Το γεγονός ότι η χώρα μας διανύει μια βαθιά στεγαστική κρίση, αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή. Το σύνολο των δεικτών της Eurostat κατατάσσουν την Ελλάδα πρωταθλήτρια στο κόστος στέγασης για τουλάχιστον 6 συναπτά έτη στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. Η ραγδαία αύξηση των ενοικίων αποτελεί το «μείζον» θέμα συζήτησης και προβληματισμού στο σύνολο των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα όσων σκέφτονται είτε να κάνουν το επόμενο βήμα στη ζωή τους δημιουργώντας οικογένεια και έχουν ξεκινήσει το «σαφάρι» αναζήτησης κατοικίας, είτε για όσους έχει λήξει ή/λήγει το μισθωτήριο συμβόλαιο τους επόμενους μήνες και αναμένουν να ενημερωθούν για τις νέες «απαιτήσεις» του ιδιοκτήτη.

Το 2023, «έκλεισε» με νέα μεσοσταθμική αύξηση της τάξεως του 6%-10%, ενώ, το «μείζον» κοινωνικό πρόβλημα του κόστους στέγασης μας απασχολήσει και θα μας απασχολήσει και το 2024.

Τα ζητούμενα μισθώματα οικογενειακών κατοικιών κατέγραψαν συσσωρευτική αύξηση από 43,2% έως 52,1% το χρονικό διάστημα 2018-2023. Πλέον, το κόστος στέγασης στην Ελλάδα έχει εκτιναχθεί σε τέτοια επίπεδα που αγγίζει το σύνολο ενός «καλού» μισθού αν πρόκειται για οικογενειακή κατοικία και το 60%-70% του εισοδήματος για κατοικία κατάλληλη για νέους ή/και φοιτητές.

Ο «εφιάλτης» της ανανέωσης του μισθωτηρίου συμβολαίου

Είθισται μεγάλο μέρος μισθωτηρίων συμβολαίων που αφορούν κατοικίες να έχουν «γενέθλια» τον Αύγουστο ή/και τον Σεπτέμβριο κυρίως για τις οικογένειες. Ενώ, γενέθλιος μήνας των μισθωτηρίων συμβολαίων μπορεί να χαρακτηριστεί και ο Φεβρουάριος.

Οι καλοκαιρινοί μήνες και ο Φεβρουάριος, αποτελούν τους μήνες που πραγματοποιούνται οι περισσότερες μετακομίσεις, ανανεώσεις μισθωτηρίων συμβολαίων αλλά και έναρξη νέων.

Μέρος των ιδιοκτητών ακινήτων για να πραγματοποιήσουν την ανανέωση της μισθωτικής σύμβασης στον ίδιο ενοικιαστή, ζητούν αύξηση του ενοικίου ακόμη και 40% σε σχέση με το ενοίκιο το 2021.
Σε περίπτωση που ο ενοικιαστής δεν δεχθεί την ραγδαία αύξηση ακόμη και 40%, θα πρέπει να εντάξει την οικογένεια του στη δίνη της αναζήτησης κατοικίας και να ζήσει όσα βιώνουν τα τελευταία 4-5 χρόνια πλήθος των συμπολιτών μας που αναζητούν κατοικία.

Οι ιδιοκτήτες επειδή γνωρίζουν ότι η εύρεση κατοικίας με προσιτό ενοίκιο και παράλληλα η εύρεση κατοικίας που να συνάδει η κατάσταση του ακινήτου με το ζητούμενο μίσθωμα αποτελεί «τζόκερ», ξέρουν ότι ο ενοικιαστής θα αναγκαστεί να αποδεχθεί την όποια αύξηση, διότι δεν υπάρχουν επιλογές και παράλληλα μια μετακόμιση έχει μεγάλο κόστος.

Αξίζει να αναφέρουμε «ότι το μεγαλύτερο μέρος των ιδιοκτητών που ζητούν ραγδαίες αυξήσεις δεν είναι φυσικά πρόσωπα που εκμισθώνουν 1-2 ακίνητα, αλλά ιδιοκτήτες (φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα) πολλών διαμερισμάτων ή/και ολόκληρων πολυκατοικιών».

Κάποιος θα μπορούσε να αναφέρει ότι ο ενοικιαστής δεν είναι «σωστός» στις μισθωτικές υποχρεώσεις και γι΄ αυτό ο ιδιοκτήτης ζητάει μεγάλη αύξηση με στόχο να αποχωρήσει.

Το άνωθεν αποτελεί μια λογική που έχει βάση, αλλά μεγάλο μέρος των ενοικιαστών που έχουν έρθει και έρχονται αντιμέτωποι με ραγδαίες αυξήσεις για την ανανέωση της μισθωτικής σύμβασης, είναι πλήρως «σωστοί» στις μισθωτικές υποχρεώσεις τους χωρίς οφειλές σε κοινόχρηστα και λογαριασμούς ΔΕΚΟ, αντιθέτως καταγράφονται περιπτώσεις που καταβάλλουν το μίσθιο νωρίτερα από την συμφωνηθείσα ημερομηνία ανά μήνα.

«Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επικοινωνία ιδιοκτήτη με τον ενοικιαστή όπου όταν ο ενοικιαστής του ανάφερε ότι η αύξηση που ζητάει είναι μεγάλη (25%), ο ιδιοκτήτης του απάντησε, μπες στις ιστοσελίδες των αγγελιών να δεις τη ζητάνε για 50τμ.».

Ανανέωση μισθωτηρίου συμβολαίου για ένα χρόνο με αύξηση ακόμη και 40%

Δεν είναι λίγοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων που μετά τη λήξη της τριετίας, ενώ ο ενοικιαστής δέχεται την ραγδαία αύξηση του μισθώματος , δεν συμφωνούν στην τριετή μίσθωση. Προτείνουν, την ανανέωση – παράταση της υπάρχουσας μίσθωσης για ένα μόνο έτος. Ο βασικός λόγος δεν είναι άλλος από το να μπορεί να «ζητήσει» ο ιδιοκτήτης νέα αύξηση ή/και να μην επιθυμεί στη λήξη της μίσθωσης την ανανέωση ίδιο ενοικιαστή, ενώ παράλληλα, ο ενοικιαστής να μην έχει το δικαίωμα της τριετίας.

Μη ξεχνάμε ότι στη νέα μίσθωση και όχι στην ανανέωση – επέκταση, ο μισθωτής ακόμη και αν έχει συμφωνήσει διάρκεια μίσθωσης μικρότερη από 3 έτη, έχει δικαίωμα να παραμείνει στο ακίνητο για όλη την τριετία με τους ίδιους ακριβώς όρους για όλα τα έτη.

Άνω των 800 ευρώ το ενοίκιο για οικογενειακές κατοικίες

Σύμφωνα με τον κάτωθι πίνακα, η αναζήτηση οικογενειακής κατοικίας με ζητούμενο μίσθωμα έως 800 ευρώ σε περιοχές των Βορείων και Νοτίων Προαστίων αποτελεί «Όνειρο Θερινής Νυκτός». Στις περιοχές των Βορείων Προαστίων το 90,68%των διαθέσιμων προς μίσθωση κατοικιών 80-110τμ άνω του 1ου ορόφου, έχουν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 800 ευρώ, εκ των οποίων το 65,73% άνω των 1.000€/μήνα. Στις περιοχές των Νοτίων Προαστίων, το 87,4% των διαθέσιμων προς μίσθωση κατοικιών με τα άνωθεν κριτήρια, έχουν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 800 ευρώ, εκ των οποίων το 67,49% άνω των 1.000 ευρώ/μήνα.

Στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας, το 73,81% των διαθέσιμων προς μίσθωση οικογενειακών κατοικιών έχουν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 700 ευρώ/μήνα, εκ των οποίων το 34,08% άνω των 1.000ευρώ/μήνα. Η ραγδαία αύξηση των ζητούμενων μισθωμάτων στον Πειραιά αποτυπώνεται στον κάτωθι πίνακα, όταν το 2022 το 44,35% των διαθέσιμων προς μίσθωση κατοικιών είχαν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 700€ και σήμερα το 84,05% – εκ των οποίων το 31,5% άνω των 1.000 ευρώ. Στις άλλοτε οικονομικές περιοχές του Υπολοίπου Αττικής, μόλις το 59,97% των διαθέσιμων προς μίσθωση κατοικιών είχαν ζητούμενο μίσθωμα άνω των 700 ευρώ, ενώ σήμερα το 48,43%.

Δυσεύρετες και μη ανακαινισμένες οι οικογενειακές κατοικίες με ενοίκιο έως 600 ευρώ

Σύμφωνα με τον κάτωθι πίνακα, στη διαθεσιμότητα οικονομικών κατοικιών καταγράφεται ραγδαία αλλαγή κυρίως στις περιοχές των Δυτικών Προαστίων, του Πειραιά και τις περιοχές του Υπολοίπου Αττικής. Με βάσει τα νέα δεδομένα, η εύρεση οικονομικών ακινήτων φαντάζει «άπιαστο όνειρο» ακόμη και σε περιοχές της Αττικής που τα προηγούμενα χρόνια αποτελούσαν επιλογή ανάγκης ή/και «καταφύγιο» αναζήτησης οικονομικής στέγης.

Συγκεκριμένα, στο κέντρο της Αθήνας η διαθεσιμότητα οικονομικών οικογενειακών κατοικιών σύμφωνα με τις αναρτημένες αγγελίες ακινήτων σε ιστοσελίδες, καταγράφει μείωση κατά 8,25 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή, μόλις το 11,71% των διαθέσιμων προς μίσθωση κατοικιών έχουν ζητούμενο μίσθωμα έως 600€/μήνα. Ραγδαία μείωση οικονομικών ακινήτων καταγράφεται στις περιοχές των Δυτικών Προαστίων από 35,58% το 2022, ενώ σήμερα στο 20,52%. Παρόμοια μείωση της διαθεσιμότητας καταγράφεται στον Πειραιά που πλέον μόλις το 5,39% των διαθέσιμων ακινήτων έχουν ζητούμενο μίσθωμα έως 600 ευρώ, καθώς και στις περιοχές του Υπολοίπου Αττικής μόλις το 15,11% από 27,20% το 2022.

Αν κάποιος ενδιαφερόμενος καταφέρει να βρει οικονομικό ακίνητο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος και σε ποσοστό που αγγίζει το 90%, είναι μη ανακαινισμένα ακίνητα κατασκευής του 1970-1980.

Η στεγαστική κρίση σε αριθμούς

  1. Το 45,5% των πολιτών στη χώρα μας, ζουν σε νοικοκυριά με καθυστερήσεις σε στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς κοινής ωφελείας. Στη λίστα με τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά για το 2022, ακολουθεί η Βουλγαρία (19,9%), η Ρουμανία (18,4%), η Κροατία (15,7%) , όταν το μέσο όρο στην Ε.Ε είναι 9,2% σύμφωνα με την Eurostat. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η αύξηση κατά 9,1 μονάδων σε σχέση με το 2021 (36,4%), αντιστοιχεί σε περίπου 910.000 περισσότερα άτομα .
  2. Το 74,2% των ενοικιαστών στη χώρα μας δαπανούν άνω του 40% του εισοδήματος για το κόστος στέγασης ,όταν το μέσο όρο στην Ευρώπη είναι 21,2% σύμφωνα με την Eurostat.
  3. Το 71,9% των Ελλήνων 18-34 ετών ζουν στο παιδικό τους δωμάτιο, η χώρα μας κατέχει τη 2η θέση στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε σύμφωνα με την Eurostat.
  4. Οι Έλληνες σύμφωνα με την Eurostat είχαν τον πέμπτο χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα (9.520€) το 2022 στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Βουλγαρία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία.
  5. Tο 26,3% των Ελλήνων βρίσκεται στο όριο της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
  6. To 76,9% των ενοικιαστών, εφόσον πληρώσουν τα έξοδα του σπιτιού, κάνει περικοπές στα βασικά αγαθά ή λαμβάνει οικονομική βοήθεια από τρίτους
  7. Στο 72,8% η ιδιοκατοίκηση στην Ελλάδα, καταγράφοντας μείωση κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022. Η μείωση αυτή αντιστοιχεί σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα το 2019 – Eurostat). Στη χώρα μας δεν έχει καταγραφεί μικρότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης από το 2005 έως και σήμερα, ακόμη και από τα δύσκολα χρόνια των μνημονίων.
  8. Σύμφωνα με έρευνα της ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ , η οικονομική κατάσταση της πλειονότητας των νοικοκυριών επιδεινώθηκε σημαντικά το 2023, εξαιτίας των ανατιμήσεων. Το 30,7% των νοικοκυριών δήλωσε πως το εισόδημά του μειώθηκε, με τον μέσο όρο της μείωσης στο 24,7%. Για το 60,6% των νοικοκυριών το εισόδημα δεν επαρκεί και περιορίζει τις δαπάνες του. Επτά στα 10 νοικοκυριά επηρεάζεται σημαντικά από τις αυξήσεις στα τρόφιμα. Στο σύνολο των νοικοκυριών το μηνιαίο εισόδημα επαρκεί μεσοσταθμικά για 23 ημέρες, ενώ για τα νοικοκυριά των οποίων το εισόδημα τελειώνει πριν από το τέλος του μήνα (60,7%), αυτό επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες

Οι 9 +1 λόγοι που αυξήθηκαν τα ενοίκια

1.Η υποαπόδοση των προηγούμενων χρόνων

Ένας βασικός λόγος της ραγδαίας αύξησης των ενοικίων αποτελεί η συσσώρευση πολλών ετών της υποαπόδοσης των κατοικιών, που οδήγησε πολλούς ιδιοκτήτες στην απότομη αύξηση των ζητούμενων ενοικίων, προκειμένου να περιορίσουν τις ζημίες των χρόνων της οικονομικής κρίσης.

2.Ο ρόλος των τραπεζών

Από το 2009 και έπειτα οι τράπεζες έπαψαν να χρηματοδοτούν την αγορά κατοικιών (400 εκατ. ευρώ νέα στεγαστικά δάνεια το 10μηνο του 2019, όταν το 2005 οι εκδόσεις στεγαστικών δανείων ήταν 17δις ευρώ, το 2021 άγγιξαν τα 900εκατ. ευρώ και το 2022 άγγιξαν τα 1,2 δισ. ευρώ, ενώ το 2023 έκλεισε με μόλις 1,3δισ. ευρώ (συμπεριλαμβάνονται και τα στεγαστικά δάνεια από το πρόγραμμα ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ).

Παράλληλα, τα τραπεζικά ιδρύματα πλέον, για τη χορήγηση στεγαστικού δανείου ζητούν το 30%-40% της αξίας του ακινήτου ως ιδία συμμετοχή από τον δανειολήπτη, τη στιγμή που εν μέσω μνημονιακών χρόνων ελάχιστοι συμπολίτες μας κατάφεραν να αποταμιεύσουν ποσά της τάξεως των 48.000 ευρώ-60.000 ευρώ (για αγορά ακινήτου αξίας 160.000 ευρώ).

3.Μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι επενδύσεις για την ανέγερση νέων κατοικιών στην Ελλάδα κατέγραψαν συνολική πτώση της τάξεως του 95% το διάστημα από το 2007 μέχρι το τέλος του δεύτερου τριμήνου του 2016, ενώ η πτώση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας την περίοδο από το 2005 έως το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 άγγιξε το 93% . Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν από το 10,8% το 2007 σε μόλις 0,8% το 2015.

Σχεδόν 15 φορές λιγότερες κατοικίες κατασκευάστηκαν το 2016 σε σύγκριση με το 2007, όταν η οικοδομική δραστηριότητα βρισκόταν στο απόγειό της. Το πρώτο οκτάμηνο του 2016 ολοκληρώθηκαν μόλις 4.853 νέες κατοικίες, όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2007 είχαν κατασκευαστεί 71.936 κατοικίες σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Τα άνωθεν στοιχεία καταδεικνύουν το μέγεθος της πτώσης της αγοράς κατοικίας κατά τη διάρκεια των μνημονιακών ετών.

4. Πλειστηριασμοί

Σύμφωνα με δημοσιεύματα για το έτος 2021, στους επισπεύδοντες τους πλειστηριασμούς, ήτοι τράπεζες και servicers, εξακολουθούν να καταλήγουν επτά στα 10 ακίνητα που βγαίνουν στο «σφυρί».
Η έναρξη των πλειστηριασμών ακόμη και για οφειλές κάτω των 30.000€, αποδεικνύουν ότι έχουν «επιστρέψει» στη κανονικότητα του παρελθόντος, τη στιγμή που οι οικονομικές προκλήσεις , επηρεάζουν άμεσα το κόστος διαβίωσης των συμπολιτών μας και δεν θυμίζουν σε τίποτα συνθήκες υγιούς οικονομίας.

Μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2022 έγιναν πάνω από 17.500 πλειστηριασμοί κατοικιών. Εκπρόσωπος εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων σε συνέντευξη του ανάφερε ότι ένα ποσοστό 20%-25% του συνόλου των ακινήτων που έχουν στη κατοχή τους θα βγουν σταδιακά προς πώληση τα επόμενα πέντε χρόνια.
Αν ένα ποσοστό της τάξης του 25%-30% των 700.000 ακινήτων θα οδηγηθεί σε ρευστοποίηση τα επόμενα χρόνια, δηλαδή περί τα 200.000 ακίνητα θα διατεθούν μέσω πλειστηριασμών, που αποτελέσουν βασικό εργαλείο για την επίτευξη των στόχων που προβλέπονται στα επιχειρησιακά σχέδια των funds και των εταιρειών διαχείρισης που έχουν αναλάβει την υλοποίησή τους, αντιλαμβανόμαστε όλοι μας την εν δυνάμει ραγδαία μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια.

Τη στιγμή, που το μεγαλύτερο μέρος των αγοραστών είτε είναι funds «συνεργασίας», είτε εγχώρια ή μη ιδιωτικά επενδυτικά σχήματα, είτε ιδιώτες που μεγάλο μέρος αυτών δεν στοχεύουν στην ιδιοκατοίκηση, αλλά στην εκμετάλλευση του ακινήτου.

5. Μείωση της ιδιοκατοίκησης

Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε από τα μνημόνια, αλλά, απ΄ ότι φαίνεται, τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης επιστρέφουν σε ποσοστά χαμηλότερα και από τα μνημονιακά χρόνια.

Το 2019 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν 75,4%, το 2020 κυμάνθηκε στο 73,9%, το 2021 στο 73,3% και το 2022 στο 72,8%. Δηλαδή, η ιδιοκατοίκηση στη χώρα μας μειώθηκε κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022.

Το 2022, είναι η πρώτη χρονιά που καταγράφουμε ποσοστό ιδιοκατοίκησης μικρότερο και από τα χρόνια των μνημονίων σύμφωνα με τον άνωθεν πίνακα.

Τις δύσκολες χρονιές για την Ελληνική οικονομία και κατ΄επέκταση για το σύνολο των πολιτών, όπως το 2016, 2017 και το 2018, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ήταν 73,9% , 73,3% και 73,9% αντίστοιχα.

Στην χώρα μας δεν έχει καταγραφεί μικρότερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης από το 2005 έως και σήμερα.

Η μείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες το χρονικό διάστημα 2019-2022, σε απόλυτα νούμερα, αντιστοιχεί περίπου σε 102.695 κατοικίες (3.949.900 το στεγαστικό απόθεμα –Eurostat 2019).

6. Συσσωρευμένη ζήτηση / Μικρή διαθεσιμότητα

Κάθε χρόνο 15.000 έως 20.000 συμπολίτες μας – οικογένειες αναζητούν κατοικία. Ορισμένοι από αυτούς προ οικονομικής κρίσης επέλεγαν την αγορά ακινήτου.

Άρα μέσα σε 10 χρόνια η ζήτηση άγγιξε τις 150.000 – 200.000 κατοικίες, ουδέποτε η κτηματαγορά διέθετε τόσο μεγάλο απόθεμα κατοικιών προς μίσθωση και ιδιαίτερα μέσα σε μια περίοδο που η οικοδομική δραστηριότητα – η ανέγερση νέων πολυκατοικιών ήταν ανύπαρκτη.

Η άμεση ανάγκη για στέγαση, η συσσωρευμένη ζήτηση, η μη ύπαρξη νέων οικοδομών προς μίσθωση και ταυτόχρονα οι όροι χορήγησης νέων στεγαστικών δανείων από τα τραπεζικά ιδρύματα (που πλέον ζητούν το 25% -30% ιδία συμμετοχή από τον δανειολήπτη στην αγορά του ακινήτου), σε συνάρτηση με τους σημερινούς μισθούς και την αύξηση των εξόδων για τον οικογενειακό προϋπολογισμό με έμμεσους ή/και άμεσους φόρους μέσα στην δεκαετία, οδήγησαν στη σημερινή εικόνα της κτηματαγοράς όσο αφορά τις μισθώσεις.

7.Υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης

Η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης, περιορίζει τη ζήτηση για την αγορά κατοικίας. Σύμφωνα με νέα έρευνα, ο υψηλός πληθωρισμός και η ακρίβεια έχουν άμεσο αντίκτυπο στις καταναλωτικές συνήθειες τόσο των Ελλήνων αλλά και διεθνώς. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ υψηλά στις χώρες που δηλώνουν μείωση της αγοραστικής δύναμης και υψηλά ποσοστά ανησυχίας

Σύμφωνα με την Eurostat, για την τριετία 2019-2022 έχουμε τη δεύτερη μικρότερη αύξηση μισθών πανευρωπαϊκά. Χειρότερη είναι η Μάλτα με -2,4% και μετά εμείς με +1,7% και η Ισπανία με 3,8%.

8.Εργασιακή ανασφάλεια

Η εργασιακή ανασφάλεια ιδιαίτερα στην ηλικιακή ομάδα 24-35ετών, αποτελεί μείζον ανασταλτικό παράγοντα. Οι παλαιότερες γενναίες σε μεγάλο ποσοστό συνταξιοδοτούνταν από την αρχική/μόνιμη εργασία τους. Πλέον, τα δεδομένα στον εργασιακό τομέα έχουν αλλάξει κατά κόρον όχι από θέμα μόνο μονιμότητας, αλλά και εισοδημάτων. Ο κανόνας των εισοδηματικών αυξήσεων του παρελθόντος με βάση τα χρόνια εργασίας, έχει καταρριφθεί προ πολλού .

Επιπλέον, η εργασιακή ανασφάλεια και τα μικρά εισοδήματα, έχουν παρατείνει τη παραμονή στην οικογενειακή εστία για μεγάλο χρονικό διάστημα.

9.Βραχυχρόνιες μισθώσεις

Η ραγδαία αύξηση των ενοικίων συμπίπτει χρονικά με την έντονη «εμφάνιση» του κλάδου της οικονομίας διαμοιρασμού – βραχυχρόνιας μίσθωση στη χώρας μας. Ο κλάδος της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αδιαμφισβήτητα αποτελεί έναν βασικό λόγο της αύξησης των ζητούμενων μισθωμάτων, ιδιαίτερα στις περιοχές που καταγράφεται έντονη τουριστική δυναμική. Επηρεάζοντας κυρίως τις ζητούμενες τιμές μίσθωσης ακινήτων κατάλληλα για φοιτητές και εργένηδες στις περιοχές όπου καταγράφεται έντονη δυναμική του κλάδου. Δεν μπορούμε να καταλογίσουμε στον κλάδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης τον πρωταγωνιστικό ρόλο της αύξησης των ενοικίων σε ακίνητα κατάλληλα για οικογένειες ή/και σε περιοχές που δεν καταγράφεται τουριστική δυναμική.

10. Μη ύπαρξη ολοκληρωμένου σχεδίου στεγαστικής πολιτικής

Η Ελλάδα άργησε να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στεγαστικής πολιτικής, τη στιγμή που πολλές χώρες της Ευρώπης εφαρμόζουν διευρυμένες πολιτικές στέγασης δημιουργώντας κοινωνικές κατοικίες εδώ και δεκαετίες, ενώ, λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα από το 2018-2019, έχουν προβεί σε υιοθέτηση νέων μέτρων με στόχο την αναχαίτιση του κόστους στέγασης.
Απαιτείται να λάβουμε σοβαρά υπόψη και να κατανοήσουμε ότι το προσαυξημένο κόστος στέγασης δεν αφορά πλέον αποκλειστικά τα κατώτερα οικονομικά στρώματα που βρίσκονται κοντά στον κίνδυνο φτώχειας ή/τα ευάλωτα οικονομικά νοικοκυριά ή μόνο τους νέους ηλικιακά, πλήττει και άτομα των οποίων τα εισοδήματα είναι, αφενός υψηλότερα, αφετέρου όμως, πολύ χαμηλά για να μπορούν να στεγαστούν υπό τις συνθήκες της ιδιωτικής αγοράς.

Οι οικονομικές προκλήσεις στη παγκόσμια κοινότητα καθώς και στη χώρα μας βρίσκονται προ των πυλών και απαιτούνται άμεσα διευρυμένες πολιτικές στέγασης, πολιτικές με διεύρυνση των δικαιούχων, με στόχο την αναχαίτηση του κόστους την επόμενη ημέρα και τη προσβασιμότητα σε αγορά κατοικίας, αλλά, παράλληλα και πολιτικές με υλοποίηση 2-3 ετών, που θα στοχεύουν στην εξάλειψη ιδίων δεδομένων στο μέλλον, καθώς και μέτρα που θα «προστατεύουν» την ιδιοκτησία υπό συνθήκες μη υγιούς οικονομικού περιβάλλοντος.

Μέτρα που θα ελαφρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό της οικογένειας που μισθώνει τη κύρια κατοικία της, που πληρώνει ενοίκιο για τον φοιτητή της αλλά δεν δικαιούται το φοιτητικό επίδομα, στους νέους έως 39ετών που δεν εμπίπτουν στο άνωθεν πρόγραμμα διότι έχουν υψηλότερες αποδοχές, που θέλουν να αγοράσουν σπίτι αλλά δεν διαθέτουν το ποσοστό της ιδίας συμμετοχής (δεν διαθέτουν αποταμιεύσεις) που ζητούν τα τραπεζικά ιδρύματα, τον 26χρονο του 2009 και πλέον 40χρονο που χάνει το όριο ηλικίας για ένα μόλις έτος. Μέτρα που θα διευρύνουν τους δικαιούχους.

Η δημιουργία μέτρων φθηνού δανεισμού και μάλιστα μικρής κλίμακας με βάση την ανάγκη του σήμερα, δεν μπορούν να αποτελούν την ναυαρχίδα στεγαστικών πολιτικών μιας χώρας που είναι πρωταθλήτρια του κόστους στέγασης για 6 συναπτά έτη, αλλά, ένα από τα πολλά μέτρα ενός ολοκληρωμένου σχεδίου στεγαστικής πολιτικής – κάτι που δεν ισχύει στη χώρα μας.

Μη ξεχνάμε ότι η χώρα μας είναι από τις λίγες χώρες της Ε.Ε που δεν διαθέτει κοινωνικές κατοικίες (όχι εργατικές).Η κοινωνική κατοικία αντιπροσωπεύει μορφές παρεμβάσεων- κατασκευή, ρυθμιστικά μέτρα κλπ., της εθνικής κυβέρνησης ή/και των τοπικών αρχών στην αγορά κατοικίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η πρόσβαση όλων.

  • Θεμιστοκλής Μπάκας, πρόεδρος του πανελλαδικού δικτύου E-Real Estates