Η Σοφία Φιλιππίδου, η εξαιρετική και ανήσυχη αυτή καλλιτέχνις, που δεν σταματά να δημιουργεί και να μας εκπλήσσει ευχάριστα κάθε φορά, μετά την επιτυχημένη παρουσίαση της περφόρμανς «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ στο «Μαγαζάκι της τ3χνης», αναμετριέται στον ίδιο χώρο με τον εαυτό της και με το πρώτο ολοκληρωμένο θεατρικό έργο της με τίτλο «Συγγνώμη Κύριε Μπέκετ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα (13 Μαρτίου 2025) από τις Εκδόσεις οδός Πανός.
Με αφορμή το ανέβασμα του πρώτου θεατρικού της έργου, είχαμε μία ενδιαφέρουσα κουβέντα με τη Σοφία Φιλιππίδου, η οποία εξήγησε στο Newsbeast πώς είναι να γράφεις ένα θεατρικό έργο, τι ήταν εκείνο που την ώθησε να γράψει το «Συγγνώμη Κύριε Μπέκετ», ενώ μας εξομολογήθηκε πως μικρή δεν ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά και γιατί το 2010, τότε που ξεκινούσε και η οικονομική κρίση, πήρε το μεγάλο ρίσκο να δοκιμάσει τις δυνάμεις της μακριά από τα μεγάλα θέατρα.
– Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε για να γράψετε το έργο «Συγγνώμη Κύριε Μπέκετ»;
Δεν ήταν έμπνευση, ήταν μια ακατανίκητη έλξη προς το θέατρο του Παραλόγου και το «μπεκετικό τοπίο»: η ερημιά στις «ευτυχισμένες μέρες» (που μετέφρασα και έπαιξα, Εθνικό Θέατρο 2015), η απελπισία, η έννοια του «τίποτα», η «παγίδα» του αναμενόμενου στο «Περιμένοντας τον Γκοντό», η αγάπη μου για τον Μπέκετ, ο θαυμασμός και η εκτίμησή μου, αλλά και η βαθιά μου επιθυμία να τελειώνω οριστικά με την εκκρεμότητα να γράψω θέατρο. Πίστευα πάντα ότι μπορώ να το κάνω, αλλά δεν ένιωθα να είμαι αρκετά έτοιμη. Μετά την έκδοση των τριών μου βιβλίων, κυρίως μετά την ποιητική μου συλλογή «ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ», πίστεψα μέσα μου ότι μπορώ να κάνω το άλμα.

– Η συγγραφή ενός θεατρικού έργου έχει κάτι το διαφορετικό;
Η συγγραφή ενός θεατρικού έργου είναι μεγάλο βάσανο, αλλά και μεγάλη δημιουργική χαρά για κάποιον που αγαπά το θέατρο με πάθος. Δεν ήμουν ποτέ ηθοποιός «καθαρή», εννοώ δεν ήμουν επαγγελματίας με την έννοια του «ζω από τη δουλειά μου». Εξάλλου ποτέ δεν ονειρεύτηκα να γίνω ηθοποιός. Εμένα με ενδιέφερε η έκφραση και η επικοινωνία, η ανεξαρτησία και η ελευθερία. Σαν παιδί ήμουν καλή στο να είμαι αρχηγός στην ομάδα στη γειτονιά. Βέβαια, όταν μπαίνεις στην αγορά, αλλάζουν τα πράγματα. Είμαι γεννημένη καλλιτέχνις. Ένα παιδί ακόμη, που προσπαθεί να επικοινωνήσει με όλα τα μέσα που προσφέρει η καλλιτεχνική δημιουργία: Μουσική, χορός, τραγούδι, ζωγραφική θέατρο… κατασκευές χειροποίητα πράγματα, εργόχειρα, ραπτική, μαγειρική, κοστούμια σκηνικά… Δεν μου αρέσει όμως και δεν ξέρω να πουλάω τίποτα. Πιστεύω για μένα ότι έχω μεγάλη αξία, αλλά βαριέμαι να κάνω παζάρια. Αφήνω πολλές φορές τους άλλους να νομίζουν ότι με εκμεταλλεύονται, αφού αυτό τους δίνει χαρά!
– Όταν γράφετε η ίδια ένα θεατρικό έργο, αισθάνεστε μια ελευθερία στην έκφραση που ενδεχομένως ως ηθοποιός να μην είχατε πάντα; Υπάρχει κάτι που σας συναρπάζει περισσότερο στη διαδικασία της συγγραφής;
Εννοείται ότι υπάρχει μεγάλη ελευθερία στη συγγραφή. Το διήγημα, η ποίηση, το μυθιστόρημα (το πιο δύσκολο κατά τη γνώμη μου), το θεατρικό (όλα με γνώση για το τι έχει γραφτεί στον κόσμο παγκοσμίως) είναι απελευθερωτικά. Ως ηθοποιός ποτέ δεν έχεις την ίδια ελευθερία. Ο ηθοποιός είναι δεμένος στο άρμα της παράστασης, πειθαρχημένος με τη συνθήκη που βάζει η τέχνη του θεάτρου, με τα λόγια του συγγραφέα απαραίτητα και σε πολλές περιπτώσεις με σκηνοθέτες που δεν εκτιμά. Τρέχει πίσω από τον ρόλο, αυτόν τον άγνωστο που τον κυνηγάει κάθε βράδυ στην παράσταση. Ουσιαστικά κινητοποιεί όλα του τα εκφραστικά μέσα, τα εργαλεία του όλα, την τεχνική του, τα αισθήματα, τη συγκίνησή του, την ενέργεια του για να εξορύξει από μέσα του τον ρόλο… αν είναι τυχερός… Γίνεσαι συγγραφέας θεατρικού (αν γίνεις) θα πει για μένα ότι κινητοποιείς όλα τα παραπάνω… και βάζεις τον εαυτό σου… όλο σου το είναι… στην υπηρεσία του έργου και της δημιουργίας ρόλων, χαρακτήρων, μορφής, φόρμας και «παραμυθιού». Μιλάς για πράγματα που θέλεις να πεις και που λέγονται μόνο με τη γλώσσα της ποίησης, της φαντασίας και του ονείρου. Κάνεις σάτιρα, χιούμορ, ανατροπές… γίνεσαι παιδί. Είναι επίπονο, αλλά χίλιες φορές πιο απελευθερωτικό.

– Γιατί επιλέξατε να συνομιλήσετε με τον Μπέκετ και γιατί του ζητάτε συγγνώμη;
Ζητάω συγγνώμη με μια μικρή ειρωνική διάθεση, όπως αυτή διατυπώνεται στις τραγωδίες. Ζητάω συγγνώμη για την τόλμη μου να συνομιλήσω με τον συγγραφέα και να τοποθετηθώ θαρραλέα απέναντί του. Να διαφωνήσω… να εισηγηθώ… να τολμήσω… να εμφανίσω τον Γκοντό… να καταθέσω γραπτώς την άποψή μου. Να «πατήσω» στα χωράφια των εισηγητών του μεταπολεμικού κινήματος του παραλόγου στη Γαλλία (Καμύ, Μπέκετ, Πίντερ, Ιονέσκο κ.λπ.). Νομίζω πως ο απελπισμένος άνθρωπος, ο σύγχρονος Προμηθέας ο δεμένος στον βράχο του, ο φυλακισμένος στις φυλακές τις προσωπικές ή κοινωνικές, οφείλει να δώσει τον προσωπικό του αγώνα για την ελευθέρια και την ανεξαρτησία του. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι και ο Μπέκετ μάλλον ειρωνεύεται τους αξιαγάπητους Εστραγκόν και Βλαδίμηρο που περιμένουν τον Γκοντό (και μέσα από αυτούς νοιάζεται για τον απελπισμένο μεταπολεμικό άνθρωπο που πίστεψε και προδόθηκε από όλες τις κυβερνήσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).
– Οι ήρωές σας στο έργο τι χαρακτήρες είναι;
Οι ήρωές μου είναι δύο τύποι, άντρες που το σκάσαν από τα φώτα της πόλης (κυνηγημένοι από ένα κίνημα εξολοθρευτών ιδιαιτεροτήτων) και καταφεύγουν σε ένα καμένο δάσος. Ουσιαστικά είναι καλλιτέχνες της ζωής. Δεν περιμένουν τίποτα (πράγμα που είναι πιο τρομακτικό), αλλά γίνονται μάρτυρες γεγονότων που συμβαίνουν ερήμην τους στο δάσος. Είναι ερωτευμένοι άνθρωποι που αποφασίζουν να πάρουν θέση και να μάθουν ποιοι είναι. Ας πούμε ότι κάνουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ενώ βυθίζονται στον κόσμο του ονείρου, του υποσυνείδητου, της φαντασίας και της τέχνης από όπου παρελαύνουν: η οικογένεια, το μοτίβο μαμά γιος, η μητροκτονία, οι Ερινύες, οι νεκροθάφτες, το θέατρο μέσα στο θέατρο, ο σύγχρονος περιπλανώμενος, ο διώκτης των ευαίσθητων καλλιτεχνών, ο Άλλος, ο αναμενόμενος Γκοντό αλλά και το φάντασμα του Μπέκετ που καταδιώκει τον Γκοντό (για να μην εμφανιστεί) και πολλά άλλα ανατρεπτικά και σατιρικά που συνοδεύονται με μουσική που γράφτηκε για το έργο από δύο νέους ταλαντούχους μουσικούς.
– Θα δούμε κάποιες ανατροπές στη δική σας εκδοχή;
Πάρα πολλές. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι μια «ρωγμή στον χρόνο», όπως είπε μια φίλη, με πολλές ανατροπές.

– Πάντως, μας περιμένει σίγουρα μια μεγάλη ανατροπή, σχετικά με τον «Γκοντό». Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη;
Ο Γκοντό είναι ένας ρόλος φάντασμα και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι και τι αντιπροσωπεύει. Οι μελετητές αορίστως λένε ότι είναι κάτι σαν θεός, σαν σωτηρία αυτό που όλοι μας περιμένουμε καθηλωμένοι σε ένα σημείο, τόπο ή κατάσταση. «Ο αναμενόμενος». Ο ίδιος ο Μπέκετ δεν απαντά. Επομένως παίρνω την πρωτοβουλία να τον εμφανίσω πρώτη φορά στο παγκόσμιο θέατρο νομίζω, χωρίς ούτε εγώ να ξέρω ποιος είναι. Δίνω όμως τη δική μου σατιρική εκδοχή. Πάντως, είναι ένας μεγάλος διάσημος ρόλος «μετά τον Άμλετ βέβαια»… (όπως γράφω και στο έργο μου). Ένας «χαμένος, θυμωμένος» άνθρωπος κρυμμένος στα παρασκήνια… ακόμη χειρότερα ένας τυπωμένος ρόλος στο χαρτί που λαχταράει να πατήσει το σανίδι, να ανέβει μια φορά στη σκηνή, ένας ματαιόδοξος που δεν έχει λόγια πάρα μόνο μια παραγγελία – μήνυμα που στέλνει με τον Αγγελιοφόρο του. «Ο κύριος Γκοντό μου είπε να σας μεταφέρω πως δεν θα έρθει σήμερα, αλλά να μην φύγετε γιατί θα έρθει, μου είπε, οπωσδήποτε αύριο». Και το χειρότερο δεν έχει ούτε μία ΠΑΥΣΗ (είναι γνωστό ότι το μπεκετικό θέατρο χαρακτηρίζεται από τις παύσεις του που είναι σαν κενά μνήμης).
– Εδώ και 15 χρόνια δοκιμάζετε τις δυνάμεις σας μακριά από τα μεγάλα θέατρα. Όταν πήρατε την απόφαση το 2010, τότε που ξεκινούσε και η οικονομική κρίση, δεν ήταν ρίσκο;
Μεγάλο ρίσκο βέβαια, αλλά και κίνηση σωτηρίας. Άκουσα τη φωνή μου που έγινε σχεδόν κραυγή. Το θέατρο το οποίο με ανέδειξε στην Αθήνα και που μου έδωσε τη δύναμη να στεριώσω και να γίνω γνωστή, άρχισε να γίνεται όλο και πιο «απαιτητικό». Εντωμεταξύ η επερχόμενη κρίση έκανε τον ανταγωνισμό πιο σκληρό. Έπρεπε μετά τις επιτυχίες και τα εισιτήρια να εμπλακώ με πράγματα και με ανθρώπους που ούτε καταλάβαινα ούτε εκτιμούσα. Πήγαινα για μελαγχολία που θα με οδηγούσε σε κατάθλιψη, γιατί απομακρυνόμουν από το προσωπικό μου όραμα για ένα ελεύθερο θέατρο που να έχει σχέση με τη χαρά της δημιουργίας. Ένα θέατρο που δεν μετριέται με τα εισιτήρια. Ιδανικά θα έπρεπε να βρίσκομαι σε έναν κρατικό ή εθνικό οργανισμό και να έχω μια ελευθερία ή άνεση να αναδείξω τις ικανότητές μου, αλλά σαν φτωχό παιδί από πρόσφυγες γονείς, χωρίς κομματικές και άλλες άκρες, δεν υπήρχε περίπτωση να έχω αυτήν την πολυτέλεια: να κάνω δηλαδή ένα καλό βιογραφικό με λεφτά του κράτους ή μέσω του επιχορηγουμένου θεάτρου. Η μόνη λύση ήταν να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου. Πήγα σε έναν χώρο 60 θέσεων με θίασο και έργο που διάλεξα μόνη μου (Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς, του Χέρμαν Μέλβιλ). Επένδυσα στην αξία μου και έκανα αυτό που επιθυμούσα βαθιά μέσα μου. Θεωρώ πως αυτός ήταν ένας από τους άθλους που έκανα στη ζωή μου και επιπλέον γνώρισα πώς λειτουργεί το θέατρο στην περιφέρεια του κέντρου και τα μεγάλα προβλήματα των μικρών ενοικιαζόμενων θεατρικών χώρων.
– Τι είναι για εσάς το θέατρο;
Έκφραση, επικοινωνία, χώρος μαγείας και θαυμάτων, τόπος μυστηρίων, αλχημιστικό καζάνι όπου ανακατεύονται όλες οι τέχνες και οι ηθοποιοί με την ψυχή και το σώμα τους… Ναός, χώρος τελετουργίας, θεραπευτήριο ψυχών. Ερωτική συνεύρεση ιδεών και χαρακτήρων σε άλλο επίπεδο, συναναστροφή με τον κόσμο όλο… Ακόμη, είναι χώρος αυτογνωσίας και θεραπείας της ψυχής. Αλάνα για να παίζουν ακόμη τα παιδιά (όσοι ακόμα κράτησαν το παιδί ζωντανό), τσίρκο, μαγικό κουτί. Αλλά και ρινγκ, χώρος πάλης ανθρώπινου ανταγωνισμού. Φυτώριο ταλέντων αλλά και εκδήλωσης κακίας και φθόνου, ναρκισσισμού και κομπορρημοσύνης, ψεμάτων και πισώπλατων χτυπημάτων. Ένας χώρος διαβολικός που κατοικούν δεμένοι οι άγγελοι που αγάπησαν τόσο πολύ οι μεγάλοι ζωγράφοι. Μόνο αυτοί που ήρθαν σε επαφή με τον θεϊκό αυτοσχεδιασμό επί σκηνής, όσοι καταλείφθηκαν από τον διονυσιακό οίστρο στην Επίδαυρο και νιώσανε την αληθινή επικοινωνία με το κοινό, ξέρουν τι θα πει θεϊκή έμπνευση ή ένωση με το θείον επί σκηνής. Όμοιό του υπάρχει μόνο στην ποίηση νομίζω.

Λίγα λόγια για την παράσταση
Η Σοφία Φιλιππίδου χρησιμοποιεί εδώ τα υλικά της ποίησης, της σάτιρας, του παιχνιδιού και του ονείρου και ανεβάζει με την ομάδα ηθοποιών της εταιρείας «τ3χνη» το ολοκαίνουριο θεατρικό της, στο οποίο οι ανατροπές, οι εκπλήξεις και οι εξωφρενικές υπαρξιακές εξομολογήσεις των ηρώων φλερτάρουν με τον σουρεαλισμό και το θέατρο του Παραλόγου: μια θεατρική καταβύθιση στον σκοτεινό ανεξιχνίαστο χώρο του υποσυνείδητου, ένα ταξίδι στον λαβύρινθο της ζωής και της αυτογνωσίας, μια θαρραλέα ανάδυση στον πολύχρωμο κόσμο της τέχνης και του θεάτρου.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία / Κοστούμια / Καλλιτεχνική επιμέλεια: Σοφία Φιλιππίδου
Μουσική: Μιχαήλ-Εφραίμ Τσουμπός, Σάββας Παριανός
Σκηνικά / Αφίσα: Κώστας Φωτόπουλος
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Νομική σύμβουλος: Μαίρη Φραγκιαδάκη
Παραγωγή «Τ3χνη»
Παίζουν: Σπύρος Δούρος, Μάριος Καλογεράκης, Παναγιώτης Καλούδης, Βέρα Κανελλοπούλου, Αποστόλης Κεπεσίδης, Κωνσταντίνα Λαμπροπούλου, Λάμπρος Πρέντζας, Ασημένη Τούντα, Ειρήνη Τσώλη, Ευτυχία Φραντζεσκάκη, Νίνα Φωτιάδου.
Τοποθεσία: «Μαγαζάκι της τ3χνης», Ν. Νοταρά 60, Αθήνα
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, στις 21.00
Διάρκεια παράστασης: 90’
Είσοδος: Ελεύθερη είσοδος με προαιρετική συνεισφορά
Λόγω περιορισμένου αριθμού θέσεων είναι απαραίτητη η κράτηση θέσεων στο [email protected]