Το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών κάνει τη γαλλική Ριβιέρα να μοιάζει με… αποικία του Χόλιγουντ.

Το φεστιβάλ του 2013, που διεξάγεται έως τις 26 Μαΐου, τίμησαν με τις παρουσίες τους οι Στίβεν Σπίλμπεργκ (ως επικεφαλής της κριτικής επιτροπής), και ο Πωλ Νιούμαν μαζι με την Τζόαν Γούντγουορντ στην αφίσα.

Σήμερα, 66 χρόνια από την πρώτη διεξαγωγή, το φεστιβάλ είναι η πιο διάσημη διεθνής διοργάνωση κινηματογράφου, η οποία ανακαλύπτει νέες δημιουργικές φωνές απ’ όλον τον πλανήτη και τις τιμά – προτού το κάνει οποιοσδήποτε άλλος.

Το πρώτο βραβείο του φεστιβάλ, ο Χρυσός Φοίνικας (Palme d’ Or), συχνά αναγγέλλει την άφιξη μιας τέτοιας φωνής ή ακόμα και ενός νέου κινήματος. Το βραβείο αποτελεί ένα καλό σημάδι για το ποιος θα βρίσκεται στην τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ σε διάστημα εννέα μηνών, ενώ συχνά οι επιλογές της κριτικής επιτροπής δίνουν τροφή για σκέψη και αφορμές για διαφωνίες.

Ορίστε λοιπόν δέκα νικητές του Χρυσού Φοίνικα που, δικαίως ή αδίκως, αποδείχθηκαν ορόσημα στην ιστορία του κινηματογράφου.

Γλυκιά ζωή (La Dolce Vita)

Πριν γυρίσει τη Γλυκιά Ζωή, θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Φελίνι ήταν ένας συναρπαστικός σκηνοθέτης. Μετά τη Γλυκιά Ζωή όμως, ο Φελίνι ανήκε στον κόσμο ολόκληρο. Το κοσμοπολίτικο όνειρό του για μια Ρώμη ως πόλη του σεξ, του καπνίσματος, της κοινωνικοποίησης και της πνευματικής κενότητας, υιοθετήθηκε από όλους, σαν ένα όραμα τόσο ελκυστικό όσο και απωθητικό.

Η ταινία έκανε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι διεθνή αστέρα, λάνσαρε τον όρο παπαράτσι και άφησε τους θεατές να θαυμάζουν την φιλήδονη και άπιαστη Ανίτα Έκμπεργκ.

Μισό αιώνα μετά την πρώτη της παρουσίαση, η Γλυκιά Ζωή, αντιγραμμένη και αναφερόμενη από τους πάντες, από τον Στιβ Μάρτιν και τον Γούντι Άλλεν μέχρι τη Σοφία Κόπολα, έχει ακόμα τη δύναμη να τέρπει και να σοκάρει.

Οι Ομπρέλες του Χερβούργου (Les Parapluies de Cherbourg)
Αν και γαλλικό, το φεστιβάλ ουδέποτε βράβευσε με Χρυσό Φοίνικα τους Γάλλους σκηνοθέτες του «νέου κύματος». Αντ’ αυτού, έδωσε το βραβείο στον Ζακ Ντεμί και στο μιούζικαλ που σκηνοθέτησε, τις Ομπρέλες του Χερβούργου.

Φυσικά, η ταινία είναι πιο νοσταλγική από τους χολιγουντιανούς προκατόχους της· οι δύο εραστές που πρωταγωνιστούν δεν καταφέρνουν να τηρήσουν τους όρκους που έδιναν ο ένας στον άλλον. Το φιλμ ανέδειξε την εικοσάχρονη πρωταγωνίστριά του, Κατρίν Ντενέβ, και η μουσική του Μισέλ Λεγκράν κατέστησε τον ίδιο περιζήτητο στο Χόλιγουντ.

Βέβαια, τα μιούζικαλ έκτοτε έγιναν πιο συμβατικά, προσεγγίζοντας την παλιά χολιγουντιανή σχολή. Ωστόσο, οι Ομπρέλες παραμένουν μια μοναδική κινηματογραφική εμπειρία.

M.A.S.H.
Το 1970, οι Κάννες αναγνώρισαν την κινηματογραφική αναγέννηση που συντελούταν στις ΗΠΑ και βράβευσαν το M*A*S*H του Ρόμπερτ Όλτμαν. Ήταν μια ασυνήθιστη επιλογή, μιας και ο Όλτμαν ήταν ήδη 45 ετών όταν γύρισε την ταινία και ο σεναριογράφος Ρινγκ Λάρντλερ ήταν ήδη κάτοχος βραβείου Όσκαρ.

Ωστόσο, η αντιπολεμική σάτιρα και το περιεχόμενο της ταινίας που γύρισαν αυτοί οι βετεράνοι της κινηματογραφίας έμοιαζαν τελείως φρέσκα. Ο Όλτμαν έγινε ένας από τους δημιουργικότερους αμερικανούς σκηνοθέτες για τα υπόλοιπα 37 χρόνια της ζωής του, ενώ δικαίωσε τη βράβευσή του από το φεστιβάλ επιστρέφοντας ξανά και ξανά στις Κάννες.

Αποκάλυψη Τώρα (Apocalypse Now)
Στην ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο λοχαγός Γουίλαρντ αναζητούσε το συνταγματάρχη Κερτς στις ζούγκλες του Βιετνάμ. Ωστόσο, τελικά αποδείχθηκε πως ο αναζητητής ήταν ο Κόπολα που έψαχνε να βρει πώς θα …ολοκληρώσει την ταινία! Τα γυρίσματα κράτησαν 15 μήνες και μετά ακολούθησαν τα 2 χρόνια του postproduction (μετα-παραγωγή).

Όταν η ταινία παρουσιάστηκε στις Κάννες, ο Κόπολα δεν την είχε ολοκληρώσει ακόμα. «Είχαμε πρόσβαση σε περισσότερα χρήματα και εξοπλισμό απ’ όσο έπρεπε, και αυτό σιγά σιγά μας τρέλανε» είπε ο σκηνοθέτης στο Φεστιβάλ, προσθέτοντας πως «η ταινία μου δεν είναι για το Βιετνάμ, είναι το Βιετνάμ».

Εν τέλει, η ημιτελής ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα το 1979. Παρά τη μεγάλη εισπρακτική της επιτυχία, το κόστος της ταινίας, που άγγιξε τα 32 εκ. δολάρια (αστρονομικό ποσό για την εποχή), οδήγησε τα στελέχη του Χόλιγουντ να πάψουν να χορηγούν λευκές επιταγές σε σκηνοθέτες.

Καγκεμούσα, ο Ίσκιος του Πολεμιστή (Kagemusha)
Ο Ακίρα Κουροσάβα ήταν ήδη 70 ετών όταν δημιούργησε το Καγκεμούσα, και πολλοί πίστευαν πως οι χρυσές του μέρες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Μάλιστα, οι πόροι του τελείωσαν προτού καν τελειώσει την ταινία – έπρεπε να παρέμβει ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και ο Τζορτζ Λούκας για να τον χρηματοδοτήσει η 20th Century Fox.

Όμως, το αποτέλεσμα ήταν ένα μεγαλειώδες έπος (σχετικά με έναν κλέφτη που παίρνει την ταυτότητα ενός μεσαιωνικού άρχοντα, για να μη νομίσουν οι εχθροί της φατρίας του πως ο αρχηγός είναι νεκρός).

Το Καγκεμούσα μοιράστηκε το Χρυσό Φοίνικα με το All that Jazz του Μπομπ Φος. Η ταινία αποτέλεσε την επάνοδο του Ιάπωνα σκηνοθέτη, που γύρισε τέσσερις ακόμη ταινίες (συμπεριλαμβανομένου και του αριστουργήματος Ραν του 1985).

Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες (Sex, Lies, and Videotape)
Η πρώτη, χαμηλού κόστους ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ, περιγράφει τη ζωή ενός άντρα που θεωρεί ότι αποκτά στενές σχέσεις με τις γυναίκες επειδή τις κινηματογραφεί να μιλούν για το σεξ. Ωστόσο, η τεχνολογία που χρησιμοποιεί ουσιαστικά τον απομακρύνει από αυτές και λειτουργεί ως εμπόδιο – και ως αφορμή για να μην τραυματιστεί ψυχικά ή σωματικά.

Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα το 1989 και δεν εκτόξευσε μόνο την καριέρα του Σόντερμπεργκ, αλλά και όλη τη σκηνή των αμερικανών ανεξάρτητων δημιουργών της δεκαετίας του ’90. Επίσης ήταν η αρχή μιας αμερικανικής ηγεμονίας του Φεστιβάλ των Καννών, που ξεκίνησε από το 1989 και έληξε με το Pulp Fiction το 1994.

Μαθήματα Πιάνου (The Piano)
Ενώ οι Αυστραλοί σκηνοθέτες και αστέρες άκμασαν στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το σινεμά της Νέας Ζηλανδίας χρειάστηκε την Τζέιν Κάμπιον και την ταινία της Μαθήματα Πιάνου για να μπει στο χάρτη. Η ταινία είναι κατά το ένα ήμισυ βικτωριανό γοτθικό ρομάντζο, κατά το άλλο φεμινιστική παραβολή και εξ’ ολοκλήρου εξωπραγματική και ονειρική, και κατέστησε την Τζέιν Κάμπιον υπολογίσιμη σκηνοθέτιδα.

Η Κάμπιον ήταν η δεύτερη γυναίκα που προτάθηκε για το βραβείο Όσκαρ Καλύτερου Σκηνοθέτη και παραμένει η μοναδική γυναίκα που σκηνοθέτησε ταινία βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα. Επίσης, άνοιξε τις πόρτες για τους Νεοζηλανδούς σκηνοθέτες (τις οποίες πόρτες γκρέμισε ο Πίτερ Τζάκσον) και έκανε την Άννα Πάκουιν αστέρα πρώτου μεγέθους.

Η Γεύση του Κερασιού (Taste of Cherry)
Για πολλούς κριτικούς, η σκηνή του Ιράν είναι μια από τις συναρπαστικότερες του διεθνούς σινεμά. Εξ’ αιτίας της θρησκευτικής λογοκρισίας, οι Ιρανοί σκηνοθέτες προσπαθούν διαρκώς να βρουν δημιουργικούς τρόπους να αφηγηθούν σύνθετες ιστορίες για θέματα-ταμπού, ενώ παράλληλα προσπαθούν να μην παραβούν το νόμο.

Ο Αμπάς Κιαροστάμι θεωρείται ως ο κορυφαίος των Ιρανών σκηνοθετών – μέχρι σήμερα είναι ο μοναδικός που έχει βραβευτεί με το Χρυσό Φοίνικα. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Γεύση του Κερασιού προσπαθεί να αυτοκτονήσει (ένα θέμα απαγορευμένο στην Ισλαμική χώρα) και περνά μια μέρα οδηγώντας στην Τεχεράνη, ψάχνοντας κάποιον να θάψει το ίδιο του το σώμα.

Οι επιβάτες του προσπαθούν να τον μεταπείσουν, αλλά αυτός μοιάζει αποφασισμένος.
Μετά τη Γεύση του Κερασιού, ο Κιαροστάμι δουλεύει εκτός Ιρανικών συνόρων, με Ευρωπαίους ηθοποιούς, αλλά η ταινία του αυτή αποτελεί μια από τις πιο απολαυστικές του δημιουργίες.

Fahrenheit 9/11
Η ταινία Fahrenheit 9/11 του Μάικλ Μουρ ήταν ήδη αμφιλεγόμενη προτού εμφανιστεί στις Κάννες, λόγω της ξεκάθαρης πολιτικής της φύσης και της κριτικής στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους.

Ωστόσο, ακόμη και όσοι διαφωνούσαν με τα επιχειρήματα του Μουρ επηρεάζονταν από το πάθος και τον αφηγηματικό χαρακτήρα της ταινίας. Ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά (και όχι οι πολιτικές της θέσεις) που χάρισαν στην ταινία τις ενθουσιώδεις επευφημίες του κοινού στις Κάννες και το Χρυσό Φοίνικα του 2004.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τέσσερις απ’ τους εννέα της κριτικής επιτροπής, της οποίας προέδρευε ο Κουέντιν Ταραντίνο, ήταν Αμερικανοί!
Το Fahrenheit 9/11 ήταν το πρώτο ντοκιμαντέρ που κέρδισε Χρυσό Φοίνικα σε διάστημα μισού αιώνα, ενώ σίγουρα είναι το ακριβότερο – με κόστος που υπερέβη τα 220 εκατομμύρια δολάρια.

Αγάπη (Amour)
Ο Αυστριακός σκηνοθέτης Μίχαελ Χάνεκε είχε κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα τρία χρόνια νωρίτερα για την ταινία του Η Λευκή Κορδέλα. Το 2012 έγινε ένας από τους μόλις επτά σκηνοθέτες που έχουν βραβευθεί κατ’ επανάληψη με την ταινία Αγάπη. Στην ταινία του Χάνεκε, η αγάπη δύο υπερηλίκων θα δοκιμαστεί όταν ο σύζυγος πρέπει να φροντίζει τη γυναίκα του που υποφέρει, ανάπηρη μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.

Η ταινία έγινε μια από τις λίγες μη αγγλόφωνες ταινίες που προτάθηκε για τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Σκηνοθεσίας. Στα 85 της, η Εμανουέλ Ριβά έγινε η γηραιότερη ηθοποιός που προτάθηκε για Όσκαρ. Η Αγάπη τελικά κέρδισε ένα Όσκαρ, αυτό της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Φυσικά, όλα ξεκίνησαν με το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου στις Κάννες.