«Ήταν εννέα η ώρα και η αίθουσα του θεάτρου «Βαριετέ» παρέμενε άδεια. Λίγοι μόνο θεατές περίμεναν ήδη στον πρώτο εξώστη και στην πλατεία…»
Όλοι αναμένουν την πρώτη παράσταση της Νανάς, μιας κοκότας πολυτελείας που σαν καταλύτης, θα πλανέψει και θα μολύνει με σήψη μια ολόκληρη κοινωνία, ήδη άρρωστη, ανεπίγνωστα και σε βάθος.

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Όταν η Νανά αναλαμβάνει να ενσαρκώσει την ξανθιά Αφροδίτη, δεν ξέρει ούτε να τραγουδά ούτε να παίζει. Χάρη στην πληθωρική προσωπικότητά της όμως ακόμα και χωρίς ίχνος υποκριτικού ταλέντου καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις. Η αμφίθυμη και αμφίσημη ηρωίδα του Ζολά άλλωστε, ξέρει να γίνεται αρεστή στο αντίθετο φύλλο κάνοντας τους άντρες να σκέφτονται τρόπους για να την κατακτήσουν από την πρώτη στιγμή που την αντικρίζουν.

«Ήταν πραγματικό χάδι αυτό το όνομα, το μικρό αυτό οικείο όνομα που ταίριαζε σε όλα τα στόματα. Και μόνο προφέροντάς το, ο κόσμος ευθυμούσε και αποκτούσε παιχνιδιάρικη διάθεση. Ένας πυρετός περιέργειας ωθούσε τον κόσμο, η περιέργεια αυτή του Παρισιού που έχει την ένταση μιας έκρηξης πάθους. Όλοι ήθελαν να δουν την Νανά».

Η επιτυχία της θεατρικής παράστασης σηματοδοτεί το εναρκτήριο βήμα για μια άνετη ζωή… Ένα βήμα που παραμένει μετέωρο, αφού η Νανά, έρμαιο των εσωτερικών της ενστίκτων και των σεξουαλικών της επιθυμιών δεν το ολοκληρώνει ποτέ. Προερχόμενη από το περιθώριο, θύμα της κοινωνίας, έχει μάθει από μικρή να αντιμετωπίζει τα προβλήματα μέσα από την επαφή με τους άντρες. Ανάμεσα στα θύματά της μέλη της καλής κοινωνίας όπως ο κόμης Μυφφά, ένας αρκετά θρησκόληπτος και υψηλά ιστάμενος αξιωματικός της αυτοκρατορίας, τον οποίο γελοιοποιεί κατ’ εξακολούθηση.

Εθισμένη σε μια ανεξέλεγκτη σπατάλη, κυριευμένη από την παράνοια και τον παραλογισμό, η Νανά εκμεταλλεύεται όσους προσπαθούν να την ευχαριστήσουν, συμπαρασύροντάς τους με αυτό τον τρόπο στη δική της καταστροφή… Η συντριβή των αντρών δεν σταματά ούτε μπροστά στους μοναδικούς ήρωες με ευαισθησία, τον ανήλικο Ζωρζ Υγκόν, και τον αδερφό του Φιλίπ, άλλα δύο θύματα της μοναδικής της γοητείας.

Με κυρίαρχο συναίσθημα αυτό της ματαιοδοξίας, η Νανά αδυνατεί να αρκεστεί σε όσα πλούτη κι αν αποκτήσει… άλλωστε αυτό της έχει διδάξει το περιθώριο. Ένα περιθώριο που σκιαγραφείται μέσα από τους λαβύρινθους του εσωτερικού ενός θεάτρου, από τα νυχτερινά στενοσόκακα του Παρισιού, τα σαλόνια των αρχοντικών σπιτιών, τα στέκια της πορνείας, των αλκοολικών και των έκπτωτων της αριστοκρατίας, τα φτηνοξενοδοχεία, τα κέντρα πολυτελείας, τα σαλόνια ή και τον ιππόδρομο. Ένα περιθώριο που καταδεικνύει ουσιαστικά τις συνθήκες που ωθούν στον αγοραίο έρωτα. Τέλος ένα περιθώριο που κάνει το θύμα να εναλλάσσεται με τον θύτη, καταγγέλλοντας με αυτό τον τρόπο την εξαθλίωση και τις απαράδεκτες συνθήκες ζωής ως υπαίτιες για την συνέχεια και την τραγική πορεία.
 
«Σαν εκδίκηση ασυνείδητης μνησικακίας που έτρεφε προς τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις»
 
Γεννημένη μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια, η Νανά έχει αποκτήσει ένα γιό στα 16 της, τον οποίο παρατά κάποια στιγμή στην θεία της αφού η ίδια δεν έχει τα οικονομικά εφόδια για να τον μεγαλώσει. Έτσι η μοιραία fame fatale που τρέφεται από το λίπασμα του ξεπεσμού της πλουτοκρατίας, εξακολουθεί να μένει μόνη και μάλιστα σε ένα άνετο διαμέρισμα.

«Κάποιος πλούσιος έμπορος από την Μόσχα, που είχε έρθει να περάσει τον χειμώνα στο Παρίσι, την είχε εγκαταστήσει εκεί, προπληρώνοντας ενοίκιο έξι μηνών. Η κραυγαλέα πολυτέλεια από τις επίχρυσες κονσόλες και καρέκλες έδειχνε εντελώς παράφωνη δίπλα στον σωρό των ετερόκλητων επίπλων από παλιατζίδικα […].Όλα αυτά μαρτυρούσαν ένα δύσκολο ξεκίνημα, μια κοπέλα που έπεσε σε ύποπτες συναναστροφές, γιατί ο πρώτος της προστάτης, κάποιος σοβαρός κύριος, την παράτησε πολύ νωρίς, ένα λανσάρισμα που ματαιώθηκε»…

Κάποια στιγμή όμως οι ρόλοι αντιστρέφονται. Η Νανά πέφτει θύμα του έρωτα ενός συναδέλφου ηθοποιού και πηγαίνει να ζήσει μαζί του σε μια φτωχογειτονιά του Παρισιού, εγκαταλείποντας τις παλιές αγοραίες της συνήθειες. Και πάλι η πορεία δεν διαγράφεται λαμπρή… ο Φοντάν, αρκετά τσιγκούνης και βίαιος παίζει τον ρόλο διαμεσολαβητή εκδίδοντας την καταξιωμένη ηθοποιό, στραγγίζοντας κάθε ευκαιρία, από επαγγελματική διευκόλυνση μέχρι καθαρό χρήμα.

Η συντριβή και ο ξεπεσμός της ηρωίδας όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα, ξεκαθαρίζει για άλλη μια φορά πως ο  αμοραλισμός και η σεξουαλικότητα είναι τα μόνα ασφαλή μέσα για να επιβιώσει κανείς τουλάχιστον στην κοινωνία του Ζολά. Η φιλία, η εμπιστοσύνη, ο γνήσιος έρωτας, η αμοιβαιότητα, η αλληλεγγύη παρουσιάζονται ως αδυναμίες έχοντας συνηθέστερα άσχημο τέλος.

Μετά και από αυτό τον ξεπεσμό, η παρηγοριά έρχεται πια από μια γυναικεία αγκαλιά, αυτή της Σατέν. Εκείνη την περίοδο είναι που η ηρωίδα βιώνει το απόγειο της δόξας της. Ένα ολόκληρο στάδιο ζητοκραυγάζει για το άλογο που έχει τερματίσει πρώτο, στο οποίο ο αυτοκράτορας έχει δώσει το όνομα Νανά. Το ντελίριο που ξεσπά, ωθεί την Νανά να συνεχίσει την εξωφρενική σπατάλη, απόρροια της καθημερινής αλλαγής εραστών, εως ότου η αχόρταγη ματαιοδοξία της την κάνει να μετακομίσει στην Ρωσία.

Επιστρέφει μονάχα για να συντριβεί οριστικά μέσω του θανάτου. Το 1870, η αρρώστια και η αποσύνθεση της υπέροχης, σχεδόν μυθικής ομορφιάς, της Νανάς, πεθαίνει και μαζί της κι όλη η διεφθαρμένη κοινωνία που την λάτρεψε. Βέβαια, ο συμβολικός αυτός θάνατος σηματοδοτεί και τον θάνατο μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας – στο υποφωτισμένο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, το βράδυ ακριβώς που κηρύσσεται ο πόλεμος με τους Πρώσους, ένας πόλεμος σημαδιακός για την ιστορία της Γαλλίας…

Παρουσιάζοντας ο Ζολά, το 1880, το παγκόσμιο λογοτεχνικό σύμβολο του νατουραλισμού, εξοργισμένος από τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό της παρισινής πλουτοκρατίας, αφήνει εμβρόντητο το γαλλικό κοινό. Οι αντιδράσεις είναι αντιθετικές, τις επικρίσεις ακολουθούν ύμνοι, λίβελοι κι αποθεωτικές κριτικές και πολλοί συγγραφείς της εποχής παίρνουν θέση. Ο Φλωμπέρ που διαβάζει το βιβλίο μέσα σε μια μέρα, το χαρακτηρίζει αριστούργημα τοποθετώντας τον συγγραφέα του στο πάνθεον των αθανάτων.

Η ζωή της πόρνης των παρισινών σαλονιών που επιβιώνει με την ανηθικότητά της γίνεται ένας αμείλικτος καθρέφτης της μεγαλοαστικής τάξης και της παραδοσιακής αριστοκρατίας που παρακμάζουν ηθικά και ιδεολογικά. Μέσα από αυτή καταδεικνύεται ένας ολόκληρος στρατός από πόρνες πολυτελείας, τις λεγόμενες κοκότες, που κάνουν περιουσίες φωλιάζοντας σε όλα τα μεγαλοαστικά και καλλιτεχνικά στέκια της εποχής. Απέναντί τους στέκονται οι άντρες αρπακτικά του κέρδους, έτοιμοι να τις κατασπαράξουν. Οι φτωχές γυναίκες παρουσιάζονται σεξουαλικά ακόλαστες ενώ οι εύπορες, κακόψυχες κι επίβουλες.

Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει λεπτομερώς μια κοινωνία καταγράφοντας λεπτομερώς σε κάθε σελίδα την υποδεικνύοντας τον έρωτα ως στοιχείο επιβολής και λανθάνουσας εξουσίας. Στην κοινωνία του Ζολά, οι κυρίες της αριστοκρατίας κατασπαταλούν τον οικογενειακό πλούτο αναζητώντας εφήμερους έρωτες ή επιδίδονται σε ομοφυλοφιλικά όργια, ενώ οι καθωσπρέπει κύριοι συντηρούν πόρνες αποκτώντας με αυτό τον τρόπο μεγαλύτερο κύρος. Ο θεσμός της οικογένειας στέκει σε όλες τις σελίδες καταρρακωμένος από σχέσεις εφήμερες που εξυπηρετούν μονάχα το συμφέρον.

Με όλα αυτά βέβαια ο συγγραφέας δεν στοχεύει να χλευάσει την άρχουσα τάξη αλλά να απογυμνώσει την νοσηρότητά της, αφού ως μοναδική της κάθαρση παρουσιάζεται ο καταποντισμός της. Στοιχεία ωραιοποίησης κι εξιδανίκευσης δεν υπάρχουν και περιθώρια ελπίδας δεν διαφαίνονται πουθενά. Μέσα από το οδοιπορικό της Νανάς, πέρα από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, καταδεικνύονται και οι κατώτερες ζώνες της πορνείας του πεζοδρομίου και μάλιστα με συγκλονιστικές περιγραφές. Σε μια ατμόσφαιρα, εκφυλισμένη, εκμαυλισμένη και στραγγαλιστική οι ήρωες κατευθύνονται από μωροφιλοδοξίες και η διαφθορά εξαπλώνεται παντού.

Η Νανά λούζεται, από την αρχή ως το τέλος, στο φως του γκαζιού, με λάμψεις, άλλοτε έντονες και άλλοτε ασθενικές, πάντοτε όμως ικανές να δημιουργήσουν οφθαλμαπάτες που θα εξαπατήσουν, θα μπερδέψουν ή θα φέρουν προ εκπλήξεως τον αναγνώστη. Τον αναγνώστη που βήμα-βήμα και με επιστημονική ακρίβεια παρακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο η υποκρισία, η αυταρέσκεια, η χαμέρπεια, η επιδειξιομανία, η σπατάλη πλούτου και ανθρώπινης δύναμης, η απελπισμένη και τυφλή βουτιά στον κόσμο των ηδονών οδηγούν στο τραγικό τέλος…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»