Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην αφετηρία ενός νέου αναπτυξιακού κύκλου, με μοχλό, κυρίως, τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης  και στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς της, έναντι νέων απειλών κρίσεων, που όλα δείχνουν ότι, στο μέλλον θα είναι συχνότερες και οξύτερες, παγκοσμίως.

Γράφει ο κ. Παύλος Θωμόγλου*

Τα υψηλά εμπορικά ελλείμματα – τα πρώτα από τα δίδυμα ελλείμματα, που μας οδήγησαν στα επώδυνα μνημόνια – εξακολουθούν, πάντως , να αποτελούν «ανοικτή πληγή», που απαιτεί σοβαρές διορθωτικές παρεμβάσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, κατά την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2021 (περίοδος ισχυρής ανάπτυξης), το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας (με τα πετρελαιοειδή) αυξήθηκε κατά 17,2% , σε σύγκρισή με την αντίστοιχή περίοδο του 2020 (περίοδος μεγάλης ύφεσής), λόγω της διεύρυνσης των εισαγωγών κατά 21,9% (έφθασαν τα 34,5 δισ. ευρώ), παρά την ικανοποιητική άνοδο των εξαγωγών κατά 24,7% (έφθασαν τα 22,1 δισ. ευρώ).

Τα αίτια της εξέλιξης αυτής, πέραν της (συγκυριακής) ανόδου της τιμής ναύλων και ενέργειας ήταν, ο περιορισμένος αριθμός των εξαγωγικών μας επιχειρήσεων και το χαμηλό ποσοστό των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, που παράγονται στον τόπο μας, σε συνδυασμό με την υψηλή εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενες πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα προϊόντα, η οποία προκαλεί αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, όταν επιτυγχάνεται άνοδος του Α.Ε.Π.         

Είναι φανερό ότι, η όποια τάση εξισορρόπησης των εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών παρουσιάσθηκε κατά τη μνημονιακή και πανδημική περίοδο, δεν οφειλόταν σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής μας, αλλά στην αποδυνάμωση της ζήτησης (καταναλωτικής και επενδυτικής) και στη μείωση των εισαγωγών, που ανατράπηκε μόλις επανήλθαμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Την ώρα που αναζητούμε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο για τη χώρα, σκόπιμο είναι να αξιοποιήσουμε τις εμπειρίες, που μας άφησε η δεκαετία των κρίσεων που προηγήθηκε, ώστε να αποφευχθούν τα ίδια λάθη και να αξιοποιήσουμε πλήρως της ευοίωνες, σήμερα, προοπτικές:

  • Η χώρα δεν μπορεί να επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να αυξάνει τις εξαγωγές της, με ένα τόσο χαμηλό ποσοστό βιομηχανικής παραγωγής και απασχόλησης και μάλιστα, όταν οι υψηλές και μεσαίες δεξιότητες είναι, στον κλάδο αυτό, εξαιρετικά περιορισμένες. Χωρίς σύγχρονη βιομηχανία, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή αναπτυξιακή πορεία, η ίδρυση, δε, ενός αυτόνομου , για τον χώρο αυτό, υπουργείου, θα συμβάλλει στον αποτελεσματικότερο συντονισμό των σχετικών δράσεων.

Η ενδυνάμωσή και ο εκσυγχρονισμός του βιομηχανικού κλάδου, τα προϊόντα του οποίου αποτελούν το βασικό κορμό των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, θα περιορίσει αισθητά το εμπορικό μας έλλειμμα, αλλά και το υψηλό σήμερα  brain drain, ενώ θα έχει και πολλαπλασιαστικά ευεργετήματα στη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας.

H βιομηχανία αποτελεί τον χώρο, όπου οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και οι διαφορές καινοτομικές επιλογές, έχουν τις περισσότερες εφαρμογές, με συνέπεια τη συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητάς της που, στη συνέχεια, διαχέεται και στους άλλους κλάδους.

  • Το ιδιαίτερα μικρό μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης περιορίζει, κατ’ ανάγκην, τον αριθμό των εξαγωγέων μας, καθώς η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές αυτών των επιχειρήσεων, δεν είναι, συνήθως, εφικτή, λόγω μειωμένης ανταγωνιστικότητας.

Η ατεκμηρίωτη, πάντως, «λατρεία» στην χώρα μας, του μικρού επιχειρηματικού μεγέθους, δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη ουσιαστικότερης παρουσίας της ελληνικής παραγωγής στις διεθνείς αγορές.

Η γενικότερη ενθάρρυνση της δημιουργίας νέων, εξωστρεφών και καινοτόμων μεσαίων και μεγάλων βιομηχανιών, θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα μιας δυναμικής αναπτυξιακής πολιτικής.

  • Ο διεθνής ανταγωνισμός δεν αντιμετωπίζεται συμπιέζοντας τις τιμές σε προϊόντα μειωμένου κόστους και χαμηλής προστιθέμενης, εγχωρίως, αξίας. Τόσο τα γειτονικά βαλκανικά κράτη, όσο και ο τρίτος κόσμος, αλλά και οι νέες οικονομικές υπερδυνάμεις, έχουν τη δυνατότητα να παράγουν και να διαθέτουν στις διεθνείς αγορές τέτοια προϊόντα σε χαμηλότερες, των ελληνικών, τιμές.

Ο μόνος, κατά συνέπεια, υγιής τρόπος εξισορρόπησης των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας είναι η εξειδίκευση του παραγωγικού της δυναμικού, σε ποιοτικά προϊόντα και η τεχνολογική αναβάθμισή της παραγωγικής διαδικασίας, η συστηματική, δηλαδή, επιδίωξη της “ποιοτικής ανταγωνιστικότητας.”

  • Ορισμένες επιχειρήσεις συμπιέζουν το εργατικό τους κόστος, με στόχο τη διεύρυνση των εξαγωγών  των προϊόντων τους. Εάν, όμως, την πολιτική αυτή υιοθετήσουν όλες οι επιχειρήσεις ενός ευρύτερου οικονομικού χώρου (Ευρωπαϊκή Ένωση), τότε, τελικά, θα μειωθεί η συνολική τους ζήτηση, με συνέπεια, την κάμψη της παραγωγής και των εξαγωγών όλων των μερών.

Η ταχεία επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και η αποτελεσματική της θωράκιση, έναντι κάθε νέας απειλής, περνά μέσα από μια γενικότερη ανασυγκρότηση του παραγωγικού μας ιστού, στα πλαίσια της οποίας η αντιμετώπιση του ελλείμματος του εμπορικού μας ισοζυγίου θα πρέπει να καταλαμβάνει σημαίνουσα θέση.

Είναι δε εφικτό και ελπιδοφόρο, πως παρά τις διεθνείς δυσμενείς συγκυρίες και διαδοχικές εθνικές μας αντιξοότητες, με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, τη δυναμική της ελληνικής επιχειρηματικότητας και της πολιτείας, σήμερα, μπορούμε να ανακάμψουμε τα εμπορικά μας ελλείμματα.

*Ο κ. Παύλος Θωμόγλου είναι επιχειρηματίας, Μέλος Δ.Σ ΕΒΕΑ, πρ. Αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ