Ο Κέβιν Μίτνικ, ο θρύλος των χάκερ που κάποτε ήταν ένας από τους πιο καταζητούμενους ηλεκτρονικούς εγκληματίες στις ΗΠΑ, πέθανε σε ηλικία 59 ετών την Κυριακή, σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη από μια εταιρεία εκπαίδευσης στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, της οποίας ήταν σινιδρυτής.

Σύμφωνα με τους New York Times, ο Μίτνικ εδινε μάχη με τον καρκίνο του παγκρέατος. Υποβαλλόταν σε θεραπεία στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ μετά τη διάγνωσή του πριν από περισσότερο από ένα χρόνο.

Ο Κέβιν Μίτνικ θεωρείται ένας από τους διασημότερους χάκερ όλων των εποχών. Κατάφερε να εισβάλει σε συστήματα πολλών εταιριών, να υποκλέψει τηλεφωνικές συνομιλίες της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA), να παραβιάσει κυβερνητικά συστήματα υπολογιστών και να προκαλέσει πολλούς «πονοκεφάλους» στο FBI.

Τα κατορθώματά του περιγράφονται με λεπτομέρειες στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Φάντασμα στις Γραμμές: Οι περιπέτειες μου ως ο πλέον καταζητούμενος χάκερ του κόσμου» (Ghost in the Wires: My Adventures as the World’s Most Wanted Hacker),

Ο Κέβιν Μίτνικ, από μικρή ηλικία έδειξε την κλήση του: Στα 12 μόλις χρόνια του, είχε πλαστογραφήσει εισιτήρια για τα λεωφορεία του Λος Άντζελες. Το 1979, ο 16χρονος Κέβιν, εισέβαλε στο δίκτυο μια εταιρίας και αντέγραψε λογισμικό. Για την πράξη του αυτή, καταδικάστηκε το 1988.

Τα επόμενα χρόνια της «καριέρας» του, περιλαμβάνουν παραβίαση των υπολογιστικών συστημάτων εκατοντάδων εταιριών, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και τεχνολογικοί κολοσσοί όπως η Motorola, η NEC, η Nokia, και η Fujitsu Siemens.

Η δράση του, σε συνδυασμό με τη δημοσιότητα που έδωσε το FBI στις προσπάθειες σύλληψης του, έκαναν γνωστό τον Κέβιν Μίτνικ σε όλο τον κόσμο και ένας ολόκληρος μύθος δημιουργήθηκε γύρω από τον ίδιο και τις ικανότητες του. Σύμφωνα με έναν από αυτούς τους μύθους, ο Μίτνικ μπορούσε να ξεκινήσει πυρηνικό ολοκαύτωμα, σφυρίζοντας απλώς σε μία τηλεφωνική γραμμή.

Τελικά, το 1995 ο διάσημος χάκερ συνελήφθη από το FBI και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Ένα ολόκληρο κίνημα διαμαρτυρίας ξεσηκώθηκε από θαυμαστές που θεωρούσαν τις ποινές υπερβολικές. Ένας από τους λόγους της υποστήριξης που έλαβε, ήταν και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των κυβερνοεπιθέσεων που πραγματοποίησε, δεν έκλεψε λεφτά από κανέναν.

Κατά τη πολύχρονη δράση του είχε υποκλέψει ένα πλήθος αριθμών πιστωτικών καρτών, ωστόσο δεν τις αξιοποίησε για να αποκομίσει κάποιο χρηματικό όφελος. Όπως γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του «όποιος αγαπά να παίζει σκάκι ξέρει ότι αρκεί να νικήσεις τον αντίπαλό σου. Δεν χρειάζεται να λεηλατήσεις το βασίλειό του ή να αρπάξεις τα περιουσιακά του στοιχεία για να αξίζει τον κόπο».

Αφού εξέτισε ποινή φυλάκισης για διάρρηξη και παραβίαση εταιρικών δικτύων υπολογιστών, αποφυλακίστηκε το 2000 και ξεκίνησε μια νέα καριέρα ως σύμβουλος ασφαλείας, συγγραφέας και δημόσιος ομιλητής.